Β’
Γραπτή Εργασία | ΕΠΟ 22 – ΗΛΕ43
Στη βάση των παραπάνω:
α) παρουσιάστε συνοπτικά τη σχέση του «θαυμάζειν» στην κλασική φιλοσοφία με την αμφιβολία στον Descartes,
β) εντοπίστε τα διαφορετικά είδη αμφιβολίας εντός των οποίων εκκινεί η φιλοσοφική αναζήτηση στον Descartes καθώς και τους τρόπους με τους οποίους αυτός πραγματεύεται την αμφιβολία στον Πρώτο από τους Στοχασμούς για την πρώτη φιλοσοφία,
γ) σχολιάστε την καρτεσιανή υπόθεση ενός πανάγαθου Θεού ο οποίος εγγυάται τη βεβαιότητα της γνώσης.
Θαυμασμός
και Αμφιβολία
Η αρχαιοελληνική σκέψη εντοπίζει την αφετηρία του φιλοσοφείν στο «θαυμάζειν». Το ρήμα θαυμάζω στα αρχαία
ελληνικά σημαίνει μένω έκθαμβος, εκπλήσσομαι.
Η λέξη περιλαμβάνει την έκπληξη άρα και την αμηχανία, αλλά ταυτόχρονα
την περιέργεια και την απορία. Στην κλασική
φιλοσοφία, ιδιαίτερα στα έργα στοχαστών όπως ο Πλάτωνας (μάλα γαρ του φιλοσόφου τούτο το πάθος, το θαυμάζειν, ου γαρ άλλη αρχή
φιλοσοφίας ή αύτη) και ο Αριστοτέλης (Διὰ γὰρ τὸ θαυμάζειν οἱ ἄνθρωποι καὶ νῦν καὶ τὸ πρῶτον ἤρξαντο φιλοσοφεῖν), το «θαυμάζειν» συνδέεται συχνά με μια αίσθηση δέους και περιέργειας για τον κόσμο,
και εκεί αποδίδεται η αρχή της φιλοσοφίας.
Όταν κανείς απορεί, συνειδητοποιεί την άγνοιά του. Κύρια χαρακτηριστικά του φιλοσοφείν θα λέγαμε
ότι είναι ο θαυμασμός και η άγνοια. Η φιλοσοφία λοιπόν εκκινεί με
τη συνειδητοποίηση της άγνοιας. Η άγνοια
αυτή είναι η ώθηση προς την αναζήτηση της γνώσης.[1]
Η ιδέα της αμφιβολίας μπορεί να θεωρηθεί ως αφετηρία για τη φιλοσοφική
έρευνα, και είναι εκείνη η ιδέα που ώθησε τους στοχαστές να αμφισβητήσουν
παγιωμένες πεποιθήσεις και να αναζητήσουν μια βαθύτερη κατανόηση του κόσμου. Η αμφιβολία, ως δεύτερη πηγή του φιλοσοφείν, έχει
παίξει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του φιλοσοφικού λόγου. Η αμφιβολία γεννιέται έπειτα από την
κατάκτηση της γνώσης των όντων, η οποία όμως ξεκινά να γίνεται αβέβαιη με τη
μία δοξασία να διαδέχεται την επόμενη.[2]
Ο Αυγουστίνος (354-430 μ.Χ.) αναφέρεται στην αμφιβολία ως αρχή
της φιλοσοφίας, διότι είναι εκείνη που μας οδηγεί στην πρώτη βεβαιότητα της
αυτοσυνειδησίας. «Ποιος θα μπορούσε ωστόσο να αμφιβάλει ότι ζει, θυμάται, επιθυμεί,
σκέπτεται, γνωρίζει και κρίνει; Κι όταν κανείς αμφιβάλλει ζει· όταν αμφιβάλλει,
θυμάται για ποιο πράγμα αμφιβάλλει· όταν αμφιβάλλει, γνωρίζει ότι αμφιβάλλει·
όταν αμφιβάλλει θέλει να είναι βέβαιος· όταν αμφιβάλλει, σκέπτεται· όταν
αμφιβάλλει, κρίνει ότι δεν πρέπει να δώσει απερίσκεπτα τη συγκατάθεσή του».[3]
Πολλά χρόνια αργότερα ο Καρτέσιος (1596-1650) εμπνευσμένος από
τη σκεπτικιστική παράδοση, χρησιμοποιεί την αμφιβολία ως μέθοδο προκειμένου να
ξεπεράσει την αβεβαιότητα και να καταλήξει στην απόλυτη βεβαιότητα. Στη φιλοσοφική του προσέγγιση, υιοθετεί την μεθοδική αμφιβολία αμφισβητώντας συστηματικά όλες τις πεποιθήσεις που μπορούν να
αμφισβητηθούν με σκοπό να καταλήξει στην βέβαιη και αναμφισβήτητη γνώση.[4]
Από τον
θαυμασμό στην βεβαιότητα
Συνοψίζοντας, ενώ το «θαυμάζειν» στην κλασική φιλοσοφία συχνά προκαλεί τη
φιλοσοφική έρευνα, η αμφιβολία του Καρτέσιου είναι μια συστηματική και μεθοδική
προσέγγιση για τη δημιουργία θεμελίων βεβαιότητας. Αμφότερες οι έννοιες μοιράζονται μια
αναγνώριση των περιορισμών της ανθρώπινης γνώσης, αλλά διαφέρουν ως προς τις
μεθόδους και τα αποτελέσματά τους.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Αναζητώντας
ένα νέο θεμέλιο γνώσης
Ο Καρτέσιος, συγκαταλέγεται ανάμεσα στους σημαντικότερους στοχαστές της
σύγχρονης εποχής, αφού με τον επιστημονικό και φιλοσοφικό προβληματισμό του φώτισε
έναν νέο δρόμο, αυτόν της νεωτερικότητας.
Επιπλέον, χαρακτηρίζεται ως Πατέρας της νεότερης φιλοσοφίας, καθώς
αντικατέστησε την αναμφίβολη πίστη της μεσαιωνικής φιλοσοφίας με την μεθοδική αμφιβολία.[5]
Ολοκληρώνοντας τις σπουδές του στο κολλέγιο “La Fleche”, ο
Καρτέσιος νιώθει ιδιαίτερα προβληματισμένος και απογοητευμένος, και αυτό
καταγράφεται στον Λόγο περί της Μεθόδου ως εξής: «βρισκόμουν μπερδεμένος με τόσες αμφιβολίες και τόσες πλάνες που μου
φαινόταν πως, προσπαθώντας να μορφωθώ, δεν είχα κερδίσει τίποτε άλλο εκτός που
είχα ανακαλύψει ολοένα και περισσότερο την αμάθειά μου». Επιπλέον, η απογοήτευσή του
στρέφεται ακόμα και στην ίδια τη φιλοσοφία, αφού «ενώ καλλιεργήθηκε από τα εξοχότερα πνεύματα αιώνες τώρα» αδυνατεί να βρει και σε εκείνη κάτι που να μπορεί να χαρακτηριστεί
αναμφίβολο.[6]
Αποφασίζει λοιπόν, να ξαναχτίσει από την αρχή το οικοδόμημα της γνώσης
βάζοντας γερά θεμέλια. Θεωρεί απαραίτητο
να αποβάλλει όλες τις αντιλήψεις που είχαν εντυπωθεί στον νου του «δίχως ποτέ να εξετάσει αν ήταν
αληθείς».
Αναγνωρίζοντας την αλήθεια ως «βέβαιο θεμέλιο της γνώσης», θα
προσπαθήσει να απαλλάξει το πνεύμα από κάθε παραπλανητική και λανθασμένη άποψη.[7] Χρησιμοποιώντας ως εργαλείο της μεθοδολογίας
του την αμφιβολία θέτει «εν αμφιβόλω
όλα όσα μπορούν να τεθούν εν αμφιβόλω»[8].
Η αμφιβολία διαθέτει χαρακτήρα μεθοδολογικό διότι διεξάγει τον έλεγχο
για την εγκυρότητα της γνώσης. Τα
κριτήρια σαφήνειας και ευκρίνειας αποτελούν τον πρώτο γνωσιοθεωρητικό κανόνα
στην αναζήτηση της βέβαιης γνώσης. Όπως
υποστηρίζει ο ίδιος, κάποιος μπορεί να είναι απόλυτα βέβαιος μόνο για οτιδήποτε
συλλαμβάνει με σαφήνεια και
ευκρίνεια. Ως
σαφής, ορίζεται εκείνη η ιδέα που δεν μπορεί να μπερδευτεί με κάποια άλλη, ενώ
ευκρινής είναι η ιδέα, της οποίας αντιλαμβανόμαστε όλα της τα γνωρίσματα με
διαύγεια.[9]
Η
καρτεσιανή μεθοδολογία
Στην
καρτεσιανή φιλοσοφία διακρίνουμε τέσσερα επίπεδα μεθοδική αμφιβολίας:
1.
Αναξιοπιστία
των αισθήσεων
Ο Καρτέσιος εκκινεί τη φιλοσοφική του αναζήτηση από όλες τις γνώσεις
εκείνες που προέρχονται από τις αισθήσεις.
Ο ίδιος αμφισβητεί την αξιοπιστία των αισθήσεων καθώς θεωρεί ότι μπορούν
να μας εξαπατούν. Επί παραδείγματι, το μέγεθος ενός αντικειμένου που
παρατηρούμε από απόσταση δεν έχει καμία σχέση με το πραγματικό του
μέγεθος. Επιπλέον, αναφέρεται στο
κλασικό επιχείρημα των αρχαίων σκεπτικών φιλοσόφων, κατά της αξιοπιστίας των
αισθήσεων, φέρνοντας το παράδειγμα των πύργων, τους οποίους αν τους παρατηρήσει
κανείς από απόσταση δείχνουν να είναι στρογγυλοί, πλησιάζοντας όμως αντιλαμβάνεται
ότι είναι τετράγωνοι. Καταλήγει λοιπόν
στο συμπέρασμα ότι εφόσον οι αισθήσεις μας είναι ικανές να μας εξαπατήσουν έστω
και μία φορά, φρόνιμο είναι να μην τις εμπιστευόμαστε και να κρίνουμε ως
εσφαλμένο οτιδήποτε απορρέει από αυτές.[10]
2.
Αναξιοπιστία
της ύπαρξης του εξωτερικού κόσμου
Συνεχίζοντας τους στοχασμούς του ο Καρτέσιος σκέφτεται ότι ενώ οι
αισθήσεις μας εξαπατούν σε σχέση με τις ιδιότητες των αντικειμένων, υπάρχουν
τόσα άλλα για τα οποία είναι εξωφρενικό να αμφιβάλλει κανείς, «ότι είμαι τώρα εδώ, ότι κάθομαι
κοντά στη φωτιά, ότι είμαι ντυμένος με χειμερινό χιτώνιο, ότι κρατώ στα χέρια
μου τούτο το χαρτί, κ.τ.ό. Πως θα
μπορούσα άραγε να αρνηθώ ότι τούτα τα χέρια, και όλο τούτο το σώμα, είναι δικά
μου; Εκτός ίσως αν συγκρίνω τον εαυτό
μου με εκείνους τους μανιακούς των οποίων το μυαλό είναι θολωμένο από τόσες
αναθυμιάσεις μελανής χολής ώστε διατείνονται επίμονα ότι είναι βασιλείς ενώ
είναι πάμφτωχοι, ότι φορούν πορφύρα ενώ είναι ολόγυμνοι, ότι έχουν πήλινο
κεφάλι, ότι είναι κολοκύθες, ή ότι είναι φτειαγμένοι από γυαλί. Αλλά εκείνοι είναι άφρονες, και δεν θα
φαινόμουν λιγότερο παράφρων αν ακολουθούσα το παράδειγμά τους.]»[11]
Στο
παραπάνω απόσπασμα φαίνεται καθαρά ότι ο Καρτέσιος, αποκλείει την τρέλα
εξορίζοντας το παράλογο, και έναντι του ισχυρισμού της ύπαρξης του εξωτερικού
κόσμου προτείνει, το επιχείρημα του ονείρου «Πόσο συχνά δεν πείθομαι κατά τη νυχτερινή κατάκλιση ότι είμαι τάχα εδώ,
ντυμένος με χιτώνιο και καθισμένος κοντά στη φωτιά, ενώ βρίσκομαι άντυτος στο
κρεβάτι;».[12]
Βάσει των παραπάνω, ο φιλόσοφος φτάνει στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος ίσως
να είναι εντελώς διαφορετικός από εκείνον που μας παρουσιάζουν οι αισθήσεις
μας. Άρα, είναι αδύνατο να γνωρίζουμε
οτιδήποτε για τον εξωτερικό κόσμο, μέσω της αισθητηριακής εμπειρίας, εφόσον δεν
μπορούμε να διακρίνουμε την κατάσταση του ονείρου σε σχέση με την
πραγματικότητα της εγρήγορσης.[13]
3.
Αναξιοπιστία
των συλλογισμών μας
Ο Καρτέσιος στρέφει την αμφιβολία του ακόμα και κατά της νοητικής πράξης του
συλλογισμού. Όπως υποστηρίζει, ορισμένες
φορές οι άνθρωποι φτάνουν στον παραλογισμό ακόμα και για τα πιο απλά θέματα
γεωμετρίας, και θεωρώντας ότι ακόμα και ο ίδιος του ο εαυτός δεν θα μπορούσε να
αποτελέσει εξαίρεση, οι συλλογισμοί αποφαίνονται αναξιόπιστοι.[14]
4.
Ριζική
αμφιβολία
Ο φιλόσοφος δεν διστάζει να στρέψει την μεθοδική αμφιβολία του ακόμα
και στις απλές πράξεις «2+3=5» και θεωρίες «το τετράγωνο
έχει τέσσερις πλευρές». Σαν επιχείρημα εδώ εισάγει την ιδέα ενός
πανούργου θεού (deus malignus): «Θα υποθέσω
λοιπόν ότι δεν υπάρχει ένας άριστος Θεός, πηγή της αλήθειας, αλλά κάποιος
κακόβουλος δαίμονας, παντοδύναμος και παμπόνηρος, που χρησιμοποιεί όλη την
πανουργία του για να με ξεγελά».[15] H
κακόβουλη αυτή ιδιοφυΐα είναι δυνατόν να μας εξαπατά τόσο για την ύπαρξη του
εξωτερικού κόσμου όσο και για τις απλές μαθηματικές πράξεις. Έτσι, με αυτόν τον τρόπο αμφισβητείται ακόμα
και η σύλληψη των απλών μαθηματικών σχέσεων και ταυτόχρονα αίρεται το κριτήριο
της σαφήνειας και ευκρίνειας. [16]
Την ακραία αυτή αμφιβολία, χρησιμοποιεί ο φιλόσοφος, όχι επειδή
πιστεύει στην ύπαρξη του πανούργου θεού, αλλά σαν εργαλείο ριζοσπαστικού
σκεπτικισμού για να μπορέσει να αμφισβητήσει τη βεβαιότητα κάθε γνώσης που
προέρχεται από τις αισθήσεις. Συνεπώς, καθώς
καθίσταται αδύνατο να δοθεί ένα έσχατο κριτήριο αλήθειας, εξαιτίας του
περιορισμού μας στο υποκείμενο, δεν μπορεί να υπάρξει βέβαιη γνώση προτού
γνωρίσουμε τον αληθινό Θεό[17]
«θα παραμείνω επίμονα
προσηλωμένος σε τούτο τον στοχασμό, και, αν μεν δεν είναι στην εξουσία μου να
γνωρίσω κάτι αληθές, τουλάχιστον θα φροντίσω σθεναρά αυτό που εξαρτάται από
μένα: να μη συγκατατίθεμαι σε ψεύδη, έτσι ώστε, όσο δυνατός και πονηρός και αν είναι
απατεώνας εκείνος, να μην μπορεί να μου επιβάλει το παραμικρό».[18]
Η
πρώτη βεβαιότητα: Cogito, ergo sum
«Ενώ εγώ ήθελα
να σκεφτώ πως όλα ήταν ψεύτικα, πρόσεξα όμως αμέσως κατόπιν ότι έπρεπε
αναγκαστικά εγώ που το σκεπτόμουν να είμαι κάτι. Και παρατηρώντας πως αυτή η αλήθεια:
σκέπτομαι, άρα υπάρχω (cogito, ergo sum) ήταν τόσο
γερή και τόσο σίγουρη, ώστε όλες μαζί οι εξωφρενικές υποθέσεις των σκεπτικών
φιλοσόφων δεν ήταν ικανές να την κλονίσουν, έκρινα πως μπορούσα να την
παραδεχτώ σαν την πρώτη αρχή της φιλοσοφίας που αναζητούσα», Descartes, Discours de la methode III.[19]
Η ριζική αμφιβολία είναι εντέλει εκείνη που οδήγησε τον Καρτέσιο στην
πρώτη βεβαιότητα: «Cogito, ergo sum: “Σκέπτομαι, άρα
υπάρχω”». Αυτό
είναι η περίτρανη απόδειξη της ύπαρξής του.
Διότι, όσο κι αν τον παραπλανά ο κακόβουλος δαίμονας ένα πράγμα είναι
μόνο σίγουρο: δεν θα μπορέσει ποτέ να τον παραπλανήσει «τόσο ώστε να σκέφτεται ότι
υπάρχει, ενώ δεν υπάρχει»[20]. Εάν κάποιος υποθέσει ότι δεν υπάρχει
εξωτερικός κόσμος και ότι και αυτός ο ίδιος δεν έχει καν σώμα, ένα είναι
σίγουρο: ότι αυτός που το υποθέτει αυτό, υπάρχει. Η αμφιβολία είναι νοητικό ενέργημα και είναι
αυτό που ονομάζει ο Καρτέσιος cogitare : αμφιβάλλω,
άρα υπάρχω, dubito ergo sum (= cogito ergo sum).[21] Από τη στιγμή που μέσω της αμφιβολίας έγιναν
όλα βέβαια, δεν υπάρχει το παραμικρό που να μπορεί πια να αμφισβητηθεί. Η αμφιβολία τώρα, μη έχοντας αντικείμενο,
στρέφεται προς τον εαυτό της, για να καταλήξει η ίδια αντικείμενό της. Γρήγορα όμως αντιλαμβανόμαστε, πως αυτό δεν
μπορεί να είναι ορθό: ότι αμφιβάλλω,
αυτό είναι βέβαια (αμφιβάλλω ότι αμφιβάλλω;).[22]
Η βεβαιότητα της αυτοσυνειδησίας είναι το βαθύτερο νόημα της
καρτεσιανής σκέψης. Για το μοναδικό
πράγμα για το οποίο δεν μπορεί κάποιος να αμφιβάλλει, είναι ότι αμφιβάλλει. Η ταυτότητα αυτής της συνείδησης, ορίζεται
και ως «το αρχιμήδειο
σημείο του Καρτέσιου: Η βεβαιότητα για το Είναι της συνείδησης αποτελεί την
ενιαία και θεμελιακή αλήθεια που κατακτά ο Descartes με την αναλυτική μέθοδο».[23]
Εγώ
σκέπτομαι «Ego cogito», και όσο σκέπτομαι υπάρχω «Cogito, ergo sum». Δεν μπορώ να αμφισβητήσω ότι σκέπτομαι. Συνεπώς, το «ergo sum» συνιστά την πρώτη ενορατική βεβαιότητα, το
θεμέλιο της γνώσης. Βάσει αυτού
αποδεχόμαστε ως αληθινό κάθε τι που συλλαμβάνουμε με την ίδια σαφήνεια και
ευκρίνεια που αντιλαμβανόμαστε και την φράση «cogito, ergo sum». Άρα, οτιδήποτε είναι τόσο ευκρινές και σαφές όσο
και η δική μου ύπαρξη πρέπει να είναι αληθινό.[24]
Ο πανάγαθος
Θεός και η βεβαιότητα της σκέψης
Ο φιλόσοφος αφήνοντας τώρα πίσω την αμφιβολία, στρέφει το βλέμμα στα
υλικά πράγματα προσπαθώντας να αποδείξει τη βεβαιότητά τους. Ξεκινά διερευνώντας τις ιδέες αυτών, ξεχωρίζοντας
ποιες από αυτές είναι «διακριτές και
ποιες συγκεχυμένες»[25],
για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπάρχει μία πληθώρα αντικειμένων (σχήματα, έκταση,
κίνηση), τα οποία είναι βέβαιος ότι τα
γνωρίζει ακόμα και αν αυτά δεν έχουν πλαστεί από τον ίδιο και δεν υπάρχουν
πουθενά έξω από τον νου του «φαντάζομαι ένα
τρίγωνο: ακόμα ίσως και αν δεν υπάρχει, ούτε υπήρξε ποτέ, πουθενά έξω από τη
σκέψη μου τέτοιο σχήμα, ωστόσο υπάρχει σίγουρα μια καθορισμένη φύση, ουσία ή
μορφή του, αμετάβλητη και αιώνια, η οποία δεν πλάστηκε από μένα, ούτε εξαρτάται
από το πνεύμα μου»[26]. Επιπλέον, σαφώς γνώριμες του είναι και οι
ιδιότητες του τριγώνου αυτού «οι τρείς γωνίες
του ισούνται με δύο ορθές, ότι η μεγαλύτερη γωνία βρίσκεται απέναντι στη
μεγαλύτερη πλευρά»[27]. Το βασικό καρτεσιανό φιλοσοφικό αξίωμα εδώ
αναφέρει ότι «ό,τι γνωρίζω σαφώς
και διακριτώς, είναι αληθές, και ό,τι είναι αληθές, είναι κάτι, εννοείται: κάτι
πραγματικό»[28].
Πάνω σε αυτό το φιλοσοφικό αξίωμα ο Καρτέσιος αναπτύσσει την θεώρησή
του για την ύπαρξη του Θεού και τη βεβαιότητα της γνώσης. Η ιδέα του Θεού είναι μια αναπαράσταση μιας
τέλειας ουσίας, ενός πανάγαθου όντος και λόγω αυτής της τελειότητας είναι
αδύνατο να μας εξαπατά[29]. Η τελειότητα απαιτεί την ύπαρξη, καθώς μια
τέλεια ουσία δεν θα μπορούσε να είναι τέλεια εάν απουσίαζε η ύπαρξη. Όπως το άθροισμα των γωνιών ενός τριγώνου
ανήκει στην ιδέα του τριγώνου έτσι και η ύπαρξη ανήκει στην ιδέα του Θεού.
Συνοψίζοντας, ο Καρτέσιος, δεν εξετάζει τον Θεό απλώς ως μια ιδέα που
υπάρχει στον νου του. Αντίθετα,
υποστηρίζει ότι ο Θεός υπάρχει πραγματικά και ανεξάρτητα από τον ανθρώπινο νου. Η ύπαρξη του Θεού συνδέεται με την
αναπαράστασή του από τον νου ως τέλειας ουσίας.
Αυτός ο πανάγαθος Θεός, εγγυάται όχι μόνο την ύπαρξη του εαυτού του,
αλλά και την αξιοπιστία των σαφών και διακριτών ιδεών. Άρα, συμπεραίνουμε ότι εκτός από πανάγαθος
είναι και εγγυητής της αλήθειας. Ένας
τέτοιος Θεός είναι βέβαιο ότι δεν επιθυμεί να παραπλανήσει τον ανθρώπινο νου,
επομένως, όταν κάποιος έχει μια σαφή και διακριτή ιδέα, αυτή θα πρέπει
απαραίτητα να είναι αληθής. Με βάση
αυτήν τη θεϊκή εγγύηση, ο φιλόσοφος είναι ικανός να αξιολογήσει την
πραγματικότητα και να ανακαλύψει αλήθειες που μπορούν να θεωρηθούν βέβαιες.-
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Αυγελής, Ν., «Εισαγωγή στη
Φιλοσοφία», Η εκδ. επαυξημένη, Θεσσαλονίκη: Κ. & Μ.
Σταμούλης, 2020.
2. Kenny, A., (επιμ.),«Από τον Ντεκάρτ στον Καντ» στο
A.Kenny (επιμ.) Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας, Αθήνα:
Νεφέλη, 2005.
3. Descartes, R., «Στοχασμοί περί της πρώτης φιλοσοφίας», μτφρ Β.
Βανταράκης, Αθήνα: Εκκρεμές, 2003.
[1] Αυγελής, Ν., «Εισαγωγή στη Φιλοσοφία», Η εκδ. επαυξημένη, Θεσσαλονίκη:
Κ. & Μ. Σταμούλης, 2020, σ. 66-67.
[2] Αυγελής, Ν., ο.π., σ. 67.
[3] Αυγελής, Ν., ο.π., σ. 67.
[4] Kenny, A., (επιμ.),«Από τον Ντεκάρτ στον Καντ» στο A.Kenny (επιμ.)
Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας, Αθήνα: Νεφέλη, 2005, σ. 165.
[5] Αυγελής, Ν., ο.π., σ. 309.
[6] Αυγελής, Ν., ο.π., σ. 310.
[7] Αυγελής, Ν., ο.π., σ. 310-311.
[8] Kenny, A., ο.π., σ. 165.
[9] Αυγελής, Ν., ο.π., σ. 315.
[10] Αυγελής, Ν., ο.π., σ. 315-316.
[11] Descartes, R., «Στοχασμοί περί της πρώτης φιλοσοφίας», μτφρ Β.
Βανταράκης, Αθήνα: Εκκρεμές, 2003, σ. 61.
[12] Descartes, R., ο.π. σ.62.
[13] Αυγελής, Ν., ο.π., σ. 317.
[14] Αυγελής, Ν., ο.π., σ. 317.
[15] Descartes, R., ο.π. σ.68.
[16] Αυγελής, Ν., ο.π., σ. 317.
[17] Αυγελής, Ν., ο.π., σ. 318.
[18] Descartes, R., ο.π. σ.69.
[19] Αυγελής, Ν., ο.π., σ. 318.
[20] Kenny, A.,
ο.π., σ. 167.
[21] Αυγελής, Ν., ο.π., σ. 319.
[22] Αυγελής, Ν., ο.π., σ. 319.
[23] Αυγελής, Ν., ο.π., σ. 319.
[24] Αυγελής, Ν., ο.π., σ. 319.
[25] Descartes, R., ο.π. σ. 145.
[26] Descartes, R., ο.π. σ. 146.
[27] Descartes, R., ο.π. σ. 146.
[28] Descartes, R.,
ο.π. σ. 147, Υποσημείωση 6.
[29] Αυγελής, Ν., ο.π., σ. 322.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου