Δευτέρα 1 Μαΐου 2023

ΕΠΟ10 - Γ' Γραπτή Εργασία | Το Συνέδριο της Βιέννης (1815) & η Συνθήκη της Ιεράς Συμμαχίας

 


Η Γαλλική Επανάσταση, εμπνευσμένη από τις φιλελεύθερες ιδέες του Διαφωτισμού, αποτέλεσε ορόσημο για την είσοδο της Ευρώπης στη νεότερη εποχή. Επιδίωξε να ανατρέψει την μοναρχία, καθιέρωσε μια μορφή δημοκρατίας, καταλήγοντας όμως στο καθεστώς της δικτατορίας του Ναπολέοντα.  Οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι που ακολούθησαν ήταν ουσιαστικά συγκρούσεις, οι οποίες προέκυψαν από σημαντικές ανεπίλυτες διαφορές που άφησε πίσω η επανάσταση.  Οι πολυετείς, αδιάκοπες και αιματηρές εμπόλεμες συγκρούσεις των Ναπολεόντειων πολέμων, αλλά και της Γαλλικής Επανάστασης, δημιούργησαν την ανάγκη για επαναφορά και διατήρηση της ειρήνης και της τάξης στην Ευρώπη.   Απόρροια της ολέθριας ήττας του Ναπολέοντα το 1814, ήταν η σύγκληση του Συνεδρίου της Βιέννης.  Οι βασικές στοχεύσεις του Συνεδρίου ήταν: α) η επαναχάραξη του ευρωπαϊκού χάρτη, β) η επιστροφή της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων, η επαναφορά δηλαδή στο Παλαιό Καθεστώς και γ) η αποκατάσταση της ειρήνης στην Ευρώπη. (Ράπτης, 1999, 47˙ Hobsbawm, 147, 2002˙ Berstein Milza, 1997, 17˙ Miller, 2018, 101)

Το Συνέδριο έλαβε χώρα το Σεπτέμβριο του 1814 στη Βιέννη και διήρκεσε έως τον Ιούνιο του 1815.   Αν δίναμε ένα χαρακτηρισμό σε αυτό, θα λέγαμε ότι ήταν μια μεγάλη ευρωπαϊκή γιορτή, δεδομένου ότι συμμετείχαν όλα τα ευρωπαϊκά κράτη.  Παρ’ όλα αυτά, οι αντιπροσωπείες των μικρών ευρωπαϊκών δυνάμεων έμειναν εκτός των συσκέψεων, καθώς οι τέσσερις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες ήταν αυτές που έλαβαν τις σημαντικές αποφάσεις, για την χάραξη του νέου πολιτικού ευρωπαϊκού χάρτη.   (Ράπτης, 1999, 47-48˙  Berstein Milza, 1997, 18-19)

Οι ισχυροί πολιτικοί ηγέτες των μεγάλων Ευρωπαϊκών δυνάμεων, ήταν εκείνοι που κίνησαν τα νήματα.  Ο ικανός και σώφρονας Μέτερνιχ της Αυστρίας, ο οποίος ήταν πανέτοιμος να καταπνίξει ακόμα και την ολίγιστη επιθυμία για αλλαγή, αναζητούσε μια απόλυτα συντηρητική Ευρώπη.  Ο ρεαλιστής λόρδος Κάσλρης της Αγγλίας, ο οποίος ενδιαφερόταν μόνο για τα εμπορικά και αποικιακά οφέλη. Ο τσάρος Αλέξανδρος Α’ της Ρωσίας, ο οποίος αποσκοπούσε σε μια ευρωπαϊκή ομοσπονδία, με επικεφαλής τον ίδιο.  Ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ’ μαζί με τον υπουργό Χάρντενμπεργκ της Πρωσίας, οι οποίοι συνέπραξαν με τον τσάρο, προσδοκώντας εκχωρήσεις εδαφών και ρητές υποσχέσεις.  Και τέλος, ο Ταλεϋράνδος, εκπρόσωπος της ηττημένης Γαλλίας, πού πήρε το ρόλο της φωνής των μικρών κρατών.    (Ράπτης, 1999, 48˙ Berstein Milza, 1997, 21)

Με τις επικρατούσες απόψεις της Αυστρίας και της Αγγλίας και στο πλαίσιο της αρχής της ισορροπίας, το Συνέδριο προχώρησε σε επαναχάραξη της γηραιάς ηπείρου.  Η Αγγλία, έχοντας μηδαμινό ενδιαφέρον για εδαφικές προσαρτήσεις, απέκτησε ναυτικές βάσεις και σημεία στήριξης των εμπορικών συμφερόντων και της ναυτικής της ηγεμονίας.  Τα αποκτήματά της περιλάμβαναν την νησίδα Ελιγολάνδη, τα Επτάνησα και τη Μάλτα, ενώ εκτός Ευρώπης το Κέιπ Τάουν και την Κεϋλάνη.  Η Ρωσία, λαμβάνοντας τα δύο τρίτα της Πολωνίας, μαζί με τη Βαρσοβία, κατάφερε να διεισδύσει περισσότερο στην κεντρική Ευρώπη.  Με τη Φινλανδία στο Βορρά και τη Βεσσαραβία στο Νότο κατάφερε, επίσης, να επεκτείνει τη ρωσική επιρροή στις δύο θάλασσες που περιβάλλουν την Ευρώπη, τη Μαύρη Θάλασσα και τη Βαλτική.  Η Πρωσία, από τον διακανονισμό της Ρωσίας, έχασε αρκετά πολωνικά εδάφη.  Αποζημιώθηκε όμως κερδίζοντας τη σουηδική Πομερανία, το μεγαλύτερο μέρος της Ρηνανίας, το Δουκάτο της Βεστφαλίας καθώς και το 40% της Σαξονίας.  Η Αυστρία ανέκτησε το Τυρόλο και το Σάλτσμπουργκ, εις βάρος της Βαυαρίας και σε συνδυασμό με τις ιλλυρικές ακτές έλαβε το μεγαλύτερο μέρος της βόρειας Ιταλίας, το οποίο αποτελείτο από τη Βενετία, τη Λομβαρδία, το Δουκάτο της Πάρμας και το Μεγάλο Δουκάτο της Τοσκάνης.  Τέλος, η Γαλλία, η μεγάλη ηττημένη του πολέμου, αντιμετωπίστηκε με μετριοπάθεια και σύνεση, αφού τις επιβλήθηκαν λογικές πολεμικές αποζημιώσεις και επανήλθε στα σύνορα του 1789.  Καθώς επικρατούσε ακόμα η φιλυποψία επιστροφής της σε μια νέα επανάσταση, δημιουργήθηκε ένα ανάχωμα ουδέτερων κρατών-φραγμών, τα οποία περικύκλωσαν τη χώρα.  (Ράπτης, 1999, 48-49˙ Berstein Milza, 1997, 21-22˙ Miller, 2018, 102-103)

Λίγους μήνες μετά την λήξη του Συνεδρίου της Βιέννης, με πρωτοβουλία του τσάρου Αλέξανδρου, υπογράφηκε από την Ρωσία, την Αυστρία και την Πρωσία η συνθήκη της Ιεράς Συμμαχίας.  Επρόκειτο για ένα έγγραφο με ασαφείς όρους, δεδομένου ότι δεν υπήρχε κάποια συγκεκριμένη δέσμευση για τους συμβαλλομένους, το οποίο αναδείκνυε όμως το αντεπαναστατικό πνεύμα των ηγετών και λειτούργησε ως σύνδεσμος για τις τρεις απολυταρχικές δυνάμεις.  Οι στόχοι της Ιεράς Συμμαχίας υλοποιήθηκαν από το Συνέδριο της Ευρώπης, το οποίο με την προσχώρηση της Αγγλίας, ξεκίνησε ως τετραμελές και στη συνέχεια έγινε πενταμελές, με την συμμετοχή της Γαλλίας.  (Ράπτης, 1999, 50˙ Berstein Milza, 1997, 23-25)

Οι συνεδριάσεις ήταν συχνές την περίοδο μεταξύ 1815-1822 και είχαν ως βασικό θέμα συζήτησης τα επαναστατικά κινήματα του 1820 στην Ευρώπη, καθώς και τις αναταραχές της Νοτίου Αφρικής.  Η στάση της Βρετανίας ήταν από την αρχή ξεκάθαρη.  Ο αποκλειστικός εχθρός ήταν η δυναστεία του Βοναπάρτη και η παλινόρθωσή του στη Γαλλία.  Σε ότι αφορούσε τις επαναστάσεις, ο Κασλρής, το χαρακτήριζε εσωτερικό πρόβλημα της κάθε χώρας, το οποίο έπρεπε να αντιμετωπιστεί από τις κυβερνήσεις των εκάστοτε επαναστατούντων κρατών.  Αυτό ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το σύστημα του Μετερνιχ, το οποίο ήταν, άμεσα ή έμμεσα, επεμβατικό.  Ο Μέτερνιχ συνυπέγραψε με τη Ρωσία και την Πρωσία το Πρωτόκολλο του Τροπάου, το οποίο ήταν ουσιαστικά μια συμμαχία κατά των επαναστάσεων. (Berstein Milza, 1997, 23-25˙ Miller, 2018, 107-108)

Οι απολυταρχικοί ηγεμόνες ένιωθαν να απειλούνται από τον φιλελευθερισμό και πάσχιζαν να διατηρήσουν την ευρωπαϊκή ηρεμία.  Η Αυστρία, με το επεμβατικό σύστημα Μέτερνιχ, εισέβαλε στα Γερμανικά κράτη και στον Ιταλικό Βορρά και κατέστειλε τη δράση φιλελεύθερων κινημάτων, τα οποία ήταν υποκινούμενα από φοιτητές.   Λίγο πριν την εξέγερση των φιλελευθέρων φοιτητών στο Πεδεμόντιο, οι αυστριακές δυνάμεις είχαν επέμβει στη Νεάπολη αποκαθιστώντας τον βασιλιά Φερδινάνδο ως απόλυτο μονάρχη, καταργώντας το σύνταγμα και τις φιλελεύθερες πράξεις που ο ίδιος είχε εκχωρήσει, έπειτα από μια εξέγερση των καρμπονάρων.  Τέλος, η Γαλλία τάχθηκε κατά των φιλελεύθερων Ισπανών, τους οποίους συνέτριψε, καθιστώντας αυτή τη μεγάλη νίκη ως την ύστατη της «Ιεράς Συμμαχίας». (Ράπτης, 1999, 50-51˙ Berstein Milza, 1997, 26-27˙ Miller, 2018, 105)

Τα φιλελεύθερα επαναστατικά κινήματα στην Ευρώπη οργανώθηκαν και σχεδιάστηκαν από μικρές ομάδες μορφωμένων και χειραφετημένων ανθρώπων.  Οι μυστικές επαναστατικές αδελφότητες, είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους στο τέλος των Ναπολεόντειων χρόνων.  Ο φιλελευθερισμός βρήκε πρόσφορο έδαφος στους Έλληνες με την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας το 1814, η οποία κατάφερε να συσπειρώσει όλο και περισσότερους ανθρώπους από διάφορα κοινωνικά στρώματα και να προετοιμάσει το έδαφος για την επανάσταση.  Ωστόσο, οι μεγάλες δυνάμεις του Συνεδρίου, δεδομένου ότι είχαν ως κύριο σκοπό τη διατήρηση της πολυπόθητης ισορροπίας απέφευγαν να ασχοληθούν με το ζήτημα των Βαλκανικών χωρών εναντίον του «μεγάλου ασθενούς» - της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.  (Berstein Milza, 1997, 33-34)

Η εποχή του εθνικισμού βρισκόταν ήδη προ των πυλών.  Η εθνική αφύπνιση των υποταγμένων, για τρεις και πλέον αιώνες, στους Οθωμανούς βαλκανικών λαών εκδηλώθηκε αρχικά στην Ελλάδα και εν συνεχεία στις υπόλοιπες χώρες.  Η δίψα για την αποτίναξη της ξένης κυριαρχίας, σε συνδυασμό με τον ξεπεσμό τη Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διέγειρε τις ελπίδες των χριστιανικών λαών των Βαλκανίων, όμως δημιούργησε φόβο και ανασφάλεια στις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις για το τι θα επακολουθούσε.  (Ράπτης, 1999, 55˙Αρβελέρ Aymard, 2003, 226-227)

Οι επαναστάσεις της περιόδου 1815-1848  ξέσπασαν σε τρεις κυρίως φάσεις.  Το πρώτο κύμα ξέσπασε το 1820 στη Μεσόγειο.  Το δεύτερο κύμα το 1830, το οποίο είχε επιρροή σε όλη την Ευρώπη δυτικά της Ρωσίας και το τρίτο κύμα το 1848, το οποίο ήταν το μεγαλύτερο αφού επηρέασε, σχεδόν, το σύνολο του ευρωπαϊκού χώρου.  Οι κύριες αιτίες αυτών των επαναστάσεων ήταν, αφενός το ανεπαρκές πολιτικό σύστημα που είχε επανέλθει στην Ευρώπη και αφετέρου οι έντονες κοινωνικές και οικονομικές δυσαρέσκειες, οι οποίες πυροδοτούσαν συνεχώς επαναστατικές εκρήξεις. (Hobsbawm, 161-166, 2002)

Οι πρώτες επαναστάσεις που ξέσπασαν σε Ισπανία, Νεάπολη και Ελλάδα, έθεσαν για πρώτη φορά υπό αμφισβήτηση τις αποφάσεις του Συνεδρίου για γαλήνη και ισορροπία.  Οι επαναστάσεις του 1830, με εξαίρεση το Βέλγιο που κέρδισε την ανεξαρτησία του από την Ολλανδία, οδηγήθηκαν σε αποτυχία. Η Γαλλική πρωτεύουσα, εν μια νυκτί, γέμισε οδοφράγματα.  Η εργατική τάξη, που ήταν και η κινητήριος δύναμη της εξέγερσης, απαιτούσε επιστροφή στη δημοκρατία.  Η εξέγερση στην Πολωνία, ξεκίνησε με βασικό αίτημα την αυτονομία της από τη Ρωσία.  Δυστυχώς όμως, οι εσωτερικές διενέξεις και οι αντιμαχίες σε συνδυασμό με την ανυπεράσπιστη πολωνική εξέγερση απέναντι στη ρωσική υπερδύναμη, οδήγησαν σε παταγώδη αποτυχία, με αποτέλεσμα να επιβληθεί στη χώρα ένα ιδιαίτερα αυταρχικό καθεστώς.  Οι εξεγέρσεις που ξέσπασαν στα γερμανικά και ιταλικά κράτη κατεστάλησαν σχεδόν αμέσως από τις αυστριακές δυνάμεις.                      (Ράπτης, 1999, 59-60)

Το 1848 ξεσπά το τρίτο και μεγαλύτερο κύμα επαναστάσεων στην Ευρώπη.  Οι επαναστάσεις χαρακτηρίστηκαν αυθόρμητες, αφού δεν υπήρξε κάποια κοινή επαναστατική γραμμή.  Το κοινό σημείο αυτού του μαζικού επαναστατικού πυρετού, οφείλεται κυρίως στις, κοινές ανά τους λαούς οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές δυσαρέσκειες.  Στην κεντροανατολική Ευρώπη υπερίσχυε ο εθνικισμός έναντι του φιλελευθερισμού.  Ένα ντόμινο εξεγέρσεων ξεκίνησε σε Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία αλλά και στην Βιέννη, η οποία δεν θύμιζε τίποτα από εκείνη του συντηρητισμού του 1815.  Ο Μέτερνιχ, αδύναμος πλέον, να κατανοήσει και να διαχειριστεί την έκρυθμη κατάσταση που επικρατούσε στην Ευρώπη παραιτήθηκε την ίδια ημέρα και τράπηκε εις άτακτον φυγήν.  (Ράπτης, 1999, 61-64˙ Miller, 2018, 200-206)

Το επαναστατικό έτος 1848, αποτέλεσε σημείο καμπής στην ιστορία της Ευρώπης, καθώς αναδύθηκε η αντιπαλότητα ανάμεσα σε εργατική και αστική τάξη, ενώ την ίδια ώρα πραγματοποιήθηκε μια πρώτη προσέγγιση μεταξύ ευγενών και αστών.  Η παύση της δουλοπαροικίας στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, η καθιέρωση συνταγματικής διακυβέρνησης καθώς και τα πρώτα βήματα για την γερμανική και ιταλική ενοποίηση μπορούν να χαρακτηριστούν ως συνέπειες των Επαναστάσεων του 1848.  Σε κάθε περίπτωση, το 1848 σηματοδότησε το οριστικό τέλος του Παλαιού Καθεστώτος. (Ράπτης, 1999, 64˙ Miller, 2018, 223-224)

Συνοψίζοντας, οι αποφάσεις του Συνεδρίου της Βιέννης, επαναφέροντας την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων και με εξαίρεση ορισμένες τοπικές συγκρούσεις, κατάφεραν να διατηρήσουν, έστω και φαινομενικά, την ευρωπαϊκή γαλήνη έως τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.  Ουσιαστικά όμως, η επαναστατική φλόγα που σιγοέκαιγε, σχεδόν μισό αιώνα μετά τη Γαλλική Επανάσταση στις καρδιές των Ευρωπαίων, δεν έσβησε.  Οι Ευρωπαϊκοί λαοί επαναστάτησαν θέλοντας να απαλλαγούν από την καταδυνάστευση των αυταρχικών μοναρχικών συστημάτων και των προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων, όπως επίσης και από την ξένη επικυριαρχία.  Οι συντηρητικές δυνάμεις συγκρούστηκαν με τις δυνάμεις της προόδου και του νεοτερισμού, τις οποίες εξέφραζαν ο εθνικισμός, ο φιλελευθερισμός και ο ριζοσπαστισμός, αξίες που κληροδότησε στην Ευρώπη η Γαλλική Επανάσταση.  Ωστόσο, η έλλειψη ενωτικής συμπεριφοράς οδήγησε στη μοιραία καταστολή των εξεγέρσεων.  Σε ότι αφορά τις διεθνείς σχέσεις, το εκρηκτικό Ανατολικό Ζήτημα και πιο συγκεκριμένα η παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήταν η αιτία που προκλήθηκε ο Κριμαϊκός Πόλεμος (1854).  Η άμεση συνέπεια αυτού του πολέμου ήταν το τεράστιο ρήγμα στις σχέσεις Ρωσίας και Αυστρίας.  Ταυτόχρονα, η ανάδειξη της Γαλλίας ως μεγάλη πρωταγωνίστρια της Ευρώπης, άλλαξε ριζικά τα δεδομένα που είχαν σχηματιστεί έπειτα από το Συνέδριο της Βιέννης.

 

 

Βιβλιογραφία

Κ. Ράπτης, Γενική ιστορία της Ευρώπης κατά τον 19ο και τον 20ο αι., τ. Β, Πάτρα, 1999

S. T. MillerΝεότερη και σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορίαGutenberg, Αθήνα, 2018

S.Bernstein-P.MilzaΙστορία της Ευρώπης, τ. 2, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1997

Ε. Hobsbawmεποχή των επαναστάσεων 1789-1848, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2002

Ε.Αρβελέρ-M.AymardΟι Ευρωπαίοι – Νεότερη και Σύγχρονη Εποχή, τ. Β, Σαββάλας, Αθήνα, 2003

Β' Γραπτή Εργασία | Ευρώπη 13ος-17ος αιώνας: Πολιτικές Αναταραχές & Πολεμικές Συγκρούσεις - Εμφάνιση κρατικών μορφωμάτων & Κρίση της Εκκλησίας | ΕΠΟ10

         Επιχειρώντας να σκιαγραφήσουμε τον πολιτικό χάρτη της Ευρώπης κατά την περίοδο από τον 13ο έως τον 17ο αιώνα, θα αναλύσουμε τις μεγάλες πολιτικές αναταραχές καθώς και τις πολεμικές συγκρούσεις, οι οποίες έπαιξαν σημαίνοντα ρόλο στη διαμόρφωση αυτού.  Θα αναφέρουμε τα νέα κρατικά μορφώματα που εμφανίστηκαν και θα εντοπίσουμε τα κοινωνικά στρώματα που συνέβαλαν στην ανάδειξη αυτών.  Αναφορά επίσης θα γίνει και στην κρίση του πνευματικού κόσμου και της εκκλησίας.  Τέλος, θα μνημονεύσουμε τους επιδραστικούς παράγοντες που συντέλεσαν στις πολιτικές εξελίξεις της εν λόγω εποχής.

        Η περίοδος του κλασικού Μεσαίωνα και πιο συγκεκριμένα το διάστημα από τον 11ο έως τον 13ο αιώνα, θεωρείτο ως μια εποχή πνευματικής ανανέωσης και εμπορικής εξυγίανσης με τις εισβολές να έχουν σταματήσει και τον πληθυσμό να έχει αρχίσει να αυξάνεται.  Παρόλα αυτά οι βιαιοπραγίες και οι διαμάχες συνέχιζαν να είναι καθημερινότητα για την Ευρώπη των βασιλέων.  Η εξουσία των ηγεμόνων υποστηριζόταν στο ακέραιο από τους ευγενείς, οι οποίοι είχαν την δύναμη να την περιορίζουν σε περιπτώσεις που δεν επωφελούνταν πρωτίστως οι ίδιοι και έπειτα η κοινωνία.  Ο διαμελισμός της αυτοκρατορίας των Καρολιδών, είχε ως συνέπεια την περαιτέρω ανάπτυξη φεουδαρχικών θεσμών και κατ’ επέκταση την ανάδυση νέων βασιλείων.  Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν το ισχυρότερο φεουδαρχικό μοναρχικό βασίλειο καθώς οι βασιλείς της υπερείχαν σε πλούτο και δύναμη.  Οι αυτοκράτορες προσδίδοντας στο κράτος τους ιερή ταυτότητα υιοθέτησαν μια παρεμβατική πολιτική για τα θρησκευτικά ζητήματα.  Καθώς διψούσαν για εξουσία ο διορισμός των ηγούμενων και των επισκόπων ήταν θεμελιώδους σημασίας για εκείνους.  Όπως ήταν αναμενόμενο η πολιτική αυτή κατέληξε σε διένεξη με τον πάπα.  Η διαμάχη αυτή, γνωστή ως έριδα της περιβολής, ξεκίνησε στα μέσα του 11ου αιώνα και διήρκεσε δυόμιση αιώνες.  Επρόκειτο για μια αμείλικτη φιλονικία μεταξύ αυτοκράτορα και πάπα που είχε ως έκβαση τη νίκη της παποσύνης με συνέπεια την εξασθένιση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.  (Ράπτης, 1999, 80-82˙ Berstein Milza, 1997, 125)

Την περίοδο του 12ου και 13ου αιώνα και έπειτα από την παρακμή της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, δύο νέα κρατικά μορφώματα αναφάνηκαν και συγκροτήθηκαν παίρνοντας το ρόλο των δύο πιο σημαντικών ευρωπαϊκών κρατών.  Τα νέα αυτά κράτη ήταν η Αγγλία των Πλανταγενετών και η Γαλλία των Καπετιδών και είχαν ως σκοπό να εδραιώσουν την ηγεμονική τους εξουσία.  Στο πλαίσιο αυτό κλιμακώθηκαν οι συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο δυναστείες.  Στην Αγγλία, ο βασιλιάς Ερρίκος Β’ ο Πλανταγενέτης, βρέθηκε να ηγείται μιας έκτασης που, εκτός από την Αγγλία, περιλάμβανε και αρκετά δουκάτα και κομητείες στη Γαλλία.  Ο ίδιος αν και διέμενε στην Ανδεγαυία εξασφάλισε την ευνομία στην Αγγλία, χρησιμοποιώντας εξειδικευμένες υπηρεσίες και βασιλικούς πράκτορες.  Παράλληλα όμως κήρυξε πόλεμο στους Καπετίδες της Γαλλίας επειδή οι τελευταίοι υπερτερούσαν σε κτήσεις στην ηπειρωτική Ευρώπη έναντι εκείνου. Ο Φίλιππος Β’ Αύγουστος (1180-1223), βασιλιάς της Γαλλίας, έβαλε τέλος στην εξάπλωση αυτή των Πλανταγενετών.  Η εποχή της βασιλείας του χαρακτηρίστηκε από εδαφικές επεκτάσεις και πρόοδο της βασιλικής δικαιοσύνης εις βάρος της χωροδεσποτικής.  Η μοναρχία είχε τη δυνατότητα να διατηρεί έμμισθους  υπαλλήλους και παράλληλα συντηρούσε ένα μόνιμο στρατό.  Έως τα τέλη του 13ου αιώνα η μοναρχία στη Γαλλία αναπτύχθηκε και έγινε πρώτη δύναμη. (Ράπτης, 1999, 82-83˙ Berstein Milza, 1997, 170-173)

Στην Αγγλία, η ισχύς της μοναρχίας είχε φτάσει στο ζενίθ με την βασιλεία του Ερρίκου Β’ και εν συνεχεία του Ριχάρδου Α’ του Λεοντόκαρδου.  Όταν όμως ο Ριχάρδος Α’ σκοτώθηκε στο Λιμουζέν το 1199 τον διαδέχτηκε στον αγγλικό θρόνο ο αδελφός του Ιωάννης ο Ακτήμων.  Το κράτος βρέθηκε σε χαώδη κατάσταση η οποία επιδεινώθηκε από τη σκληρότητα και την περιφρόνηση που έδειχνε ο νέος ηγεμόνας προς τους υπηκόους του και κορυφώθηκε το 1215 με την εξέγερση των αρχιερέων, χωροδεσποτών καθώς και των αστών του Λονδίνου οι οποίοι συνασπίστηκαν και τον υποχρέωσαν να υπογράψει τη Μάγκνα Κάρτα.  Με την υπογραφή της Μάγκνα Κάρτα ο ηγεμόνας δεσμευόταν να αναγνωρίζει τα προνόμια των βαρόνων και τις ελευθερίες τόσο της εκκλησίας όσο και των πόλεων.  Αν και μη επαναστατικό κείμενο χαρακτηρίστηκε ως ιδιαίτερα νεωτεριστικό για τη μεσαιωνική Ευρώπη, αφού διατύπωνε θεμελιώδεις κανόνες ως προς τα θέματα της φορολογίας και της απονομής δικαιοσύνης και παράλληλα προωθούσε την ιδέα ότι ο ηγεμόνας μπορεί να υπόκειται σε θεσπισμένο και μόνιμο έλεγχο από τους υποτελείς του.  (Ράπτης, 1999, 83-84˙ Berstein Milza, 1997, 177)

Ο ύστερος μεσαίωνας για την Ευρώπη ήταν μια εποχή που περιγράφεται με τα πιο μελανά χρώματα.  Με τις δύο αλληλοσυνδεόμενες μάστιγες της εποχής, τον λιμό και την πανώλη γνωστή και ως «Μαύρος Θάνατος», να έχουν αφανίσει το ένα τέταρτο του πληθυσμού και εν συνεχεία με τον Εκατονταετή πόλεμο που ξέσπασε μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας.  Οι λεηλασίες και οι σφαγές εξαγριωμένων στρατιωτών ενέτειναν περισσότερο το αίσθημα ανησυχίας και ανασφάλειας που ήδη επικρατούσε με αποτέλεσμα η έκρυθμη αυτή κατάσταση να γίνει αιτία για την επανάσταση του αγροτικού τομέα.  Καθώς ήταν αναμενόμενο οι μη οργανωμένες αγροτικές επαναστάσεις, τόσο των Γάλλων όσο και των Άγγλων, αναχαιτίστηκαν.  Στην ιστορία της Αγγλίας όμως έμεινε ως η μεγαλύτερη επανάσταση χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων.  (Ράπτης, 1999, 111-112˙ Berstein Milza, 1997, 224)

Το τέλος του Εκατονταετούς πολέμου, οδηγεί τις δύο κυρίαρχες χώρες, Αγγλία και Γαλλία, σε μια παρατεταμένη εξάντληση και αδυναμία εκχωρώντας τα πρωτεία στην Ισπανία, η οποία εξελίχθηκε σε κραταιά χώρα της Δύσης.  Η Ισπανία ήταν ένα πρωτοποριακό κράτος με πλούτο και τεράστια οικονομική ανάπτυξη.  Οι πόλεμοι για την ισπανική ανακατάληψη ανεστάλησαν το 1248 με την εκπαραθύρωση των Αράβων οι οποίοι εκτοπίστηκαν στην Γρανάδα.  Τα δύο δυναστικά βασίλεια, της Καστίλης και της Αραγονίας εξαπλώθηκαν σημαντικά στο διάστημα 13ου-15ου αιώνα.  Η Καστίλη γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη στο πλαίσιο των εξαγωγών μαλλιού στην Ευρώπη καταφέρνοντας να γίνει ο κύριος εξαγωγέας και η Αραγονία στα τέλη του 15ου αιώνα κατάφερε να έχει υπό την κυριαρχία της τη Βαρκελώνη (τη μεγαλύτερη ιβηρική πόλη) και τη Νεάπολη (τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή πόλη).  Η ολοκλήρωση της ανακατάληψης της Ισπανίας συνέπεσε χρονικά με την έναρξη της επέκτασης των Ισπανών στον κόσμο μέσω των πρώτων ταξιδιών.  Το 1496, ο γάμος μεταξύ των διαδόχων των θρόνων των δύο βασιλείων, Φερδινάνδου και Ισαβέλλας, προκάλεσε την σύνδεση των βασιλείων διατηρώντας όμως το καθένα τους διαφορετικούς θεσμούς του.  (Ράπτης, 1999, 121-122˙Berstein Milza, 1997, 275˙Davies, 2009, 441-442)

Όπως αναφέραμε και παραπάνω, ο παπισμός κατά τη διάρκεια του 13ου αιώνα έφτασε στο αποκορύφωμα τόσο της εκκλησιαστικής όσο και της κοσμικής του δύναμης με τους πάπες να έχουν διαπρέψει ως ηγήτορες του δυτικού κόσμου.  Ο ύστερος μεσαίωνας όμως επιφύλασσε συν τοις άλλοις και μια θεσμική εκκλησιαστική κρίση.  Η διαμάχη ανάμεσα στον πάπα και τον βασιλιά Φίλιππο Δ’ τον Ωραίο κατέληξε σε παταγώδη ήττα της παποσύνης.  Ο πάπας έχασε τα στοιχεία της απόλυτης ανωτερότητας και η αποδυνάμωσή του αυτή έδωσε την ευκαιρία στις μοναρχίες για περισσότερη αυτονομία.  Το 1305 ο Γάλλος βασιλιάς εγκατέστησε τον νέο πάπα στην Αβινιόν.  Η παπική έδρα της δυτικής χριστιανοσύνης παρέμεινε εκεί μέχρι το 1377 ενώ ένα χρόνο μετά επέστρεψε στη Ρώμη.  Το κονκλάβιο εξέλεξε τον Ιταλό Ουρβανό ΣΤ’ ως προκαθήμενο, όμως εκείνος προσπαθώντας να περιορίσει τις εξουσίες των καρδιναλίων καθώς και τα προνόμια αυτών προκάλεσε την αντίδρασή τους.  Αποτέλεσμα ήταν να ακυρώσουν την εκλογή του και να εκλέξουν νέο πάπα τον Κλήμη Ζ’.  Ο Ουρβανός αρνούμενος να παραδώσει το παπικό αξίωμα ανάγκασε τον Κλήμη να καταφύγει στην Αβινιόν.  Το Μεγάλο Σχίσμα της Εκκλησίας διήρκεσε 40 έτη, διχάζοντας την δυτική χριστιανοσύνη ανάμεσα σε δύο πρωτεύουσες και δύο πάπες.  Η Σύνοδος της Κωνσταντίας το 1418 έδωσε τη λύση με την καθαίρεση των δύο παπών και την εκλογή ενός νέου πάπα του Μαρτίνου Ε’, εδρεύοντας και πάλι στη Ρώμη.   (Ράπτης, 1999, 114-115˙ Berstein Milza, 1997, 243-245)

Τα ιταλικά κράτη την περίοδο από τον 14ο έως τον 15ο αιώνα ήρθαν αντιμέτωπα με εσωτερικές πολιτικές αναστατώσεις καθώς και ακατάπαυστες συγκρούσεις λόγω των μεταξύ των εδαφικών διαφορών.  Η Συνθήκη του Λόντι στη Λομβαρδία το 1454 ήταν η αφετηρία μιας περιόδου ειρήνης ανάμεσα στις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις της Ιταλίας, η οποία επέτρεψε στους Ιταλούς να ζουν χωρίς τον τρόμο του πολέμου.  Μετά τη συνθήκη αυτή υπερίσχυσε η λεγόμενη ισορροπία των δυνάμεων, η οποία εκτός από τις διπλωματικές σχέσεις είχε να κάνει και με την εσωτερική κατάσταση που επικρατούσε στα ιταλικά κράτη.  Στη Βενετία το σύστημα διακυβέρνησης που εμφανίστηκε ήταν η εμπορική ολιγαρχία.  Κύριοι υποστηρικτές του διοικητικού αυτού συστήματος ήταν οι έμποροι.  Οι Βενετοί πρωτοστάτησαν στο υπερπόντιο εμπόριο.  Έχοντας ναυπηγήσει έναν ισχυρό στόλο επεξέτειναν την κυριαρχία τους πέρα από τις γειτονικές βορειοιταλικές πόλεις, στην Ανατολική Μεσόγειο στα νησιά του Ιονίου, στο Αιγαίο και στην Κρήτη.  Με την κατάκτηση της Κύπρου, η Βενετία κατείχε πλέον ολοκληρωτικά τον έλεγχο των εμπορικών θαλάσσιων δρόμων, οι οποίοι συνέδεαν την Εγγύς Ανατολή με την Ευρώπη. (Burns, 1983, 41-42˙ Παγκράτης, 2015, 23˙Ράπτης, 1999, 93-94)

Σημείο αναφοράς που άλλαξε τον ρου της ιστορίας της Ευρώπης ήταν οι μεγάλες ανακαλύψεις, οι οποίες είχαν άμεσες πολιτικές, πολιτισμικές και οικονομικές συνέπειες με τη διαρκή μετακύλιση του Ευρωπαϊκού πολιτισμικού και πολιτικού βάρους στις Ευρωπαϊκές χώρες που βλέπουν στον Ατλαντικό αλλά και την εισαγωγή μετάλλων που προκάλεσε πρωτοφανείς πληθωριστικές τάσεις στην οικονομία.  Ταυτόχρονα, τα συνεχή κατορθώματα των εξερευνητών σε συνδυασμό με την συσσώρευση χαρτογραφικών και γεωγραφικών γνώσεων δημιούργησαν στους Ευρωπαίους την επιθυμία αναζήτησης της αλήθειας κόντρα στο δόγμα με άμεση συνέπεια να κλονιστεί το μεσαιωνικό σύστημα αξιών και θρησκευτικών φρονημάτων. (Ράπτης, 1999, 138˙ Berstein Milza, 1997, 291)

Έπειτα από τις ανακαλύψεις ένας άλλος βασικός επιδραστικός παράγοντας ήταν η Μεταρρύθμιση.  Η Δυτική Χριστιανοσύνη διασπάστηκε σε προτεστάντες και καθολικούς και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την κατάρρευση της εξουσίας της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας αλλά και της μεσαιωνικής ενότητας της πίστης.  Ωστόσο πέρα από τη θρησκευτική σκοπιά, οι παράγοντες που συντέλεσαν στην υπερίσχυση του προτεσταντισμού στη Δυτική και Βόρεια Ευρώπη, ήταν το πρόσφορο πολιτικό πλαίσιο καθώς και τα σημαντικά οικονομικά οφέλη. Η προτεσταντική επανάσταση ήταν απόρροια δύο σημαντικών προόδων.  Αφενός της σταδιακής ανάπτυξης της εθνικής συνείδησης στα κράτη της Βόρειας Ευρώπης και αφετέρου της ανόδου της απολυταρχίας στην Γαλλία και στην Αγγλία.  Η ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης βάδιζε παράλληλα με την άνοδο της απολυταρχίας και των απόλυτων μοναρχών.  Αναπόφευκτα οι απαιτήσεις των βασιλέων για απόλυτη κυριαρχία θα είχαν ως συνέπεια την ρήξη με την Ρώμη.  Οι ηγεμόνες καθώς απεχθανόντουσαν τις παρεμβάσεις και διψώντας για απόλυτη κυριαρχία κατάφεραν να περιορίσουν την παπική εξουσία σε ότι είχε να κάνει με τους διορισμούς των επισκόπων καθώς απαγόρευσαν τις εφέσεις των αποφάσεων των αγγλικών δικαστηρίων στη Ρώμη. (Ράπτης, 1999, 146-147˙ Burns,1983, 127-128)

Οι ανακαλύψεις του 15ου και 16ου αιώνα συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου.  Η μεγάλη εισροή πολύτιμων μετάλλων καθώς και νέων ειδών κατανάλωσης συνέτειναν στην ανάκαμψη της οικονομίας.  Οι νέες οικονομικές συνθήκες έφεραν στην επιφάνεια την θεωρία του μερκαντιλισμού (εμποροκρατία).  Η έννοια του μερκαντιλισμού είχε πολλές διαφορετικές εκδοχές.  Μια δημοφιλής ήταν αυτή που υποστήριζε ότι η δύναμη μιας χώρας είχε να κάνει με τα αποθέματά της σε χρυσό.  Μια άλλη,  επικεντρωνόταν στην ενίσχυση των οικονομικών πηγών του κράτους (αποικιών, ναυσιπλοϊας κλπ) ενώ στρεφόταν εναντίον των εμπορικών ανταγωνιστών της.  Σε κάθε περίπτωση η θεωρία του μερκαντιλισμού δεν θα μπορούσε να ισχύσει χωρίς την άνοδο της απολυταρχίας. (Davies, 2009, 580-581˙Burns,1983, 162,174-175)

 

 

Οι μονάρχες της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Ισπανίας από τα τέλη του 15ου αιώνα κατάφεραν να διατηρήσουν τα βασίλειά τους ενωμένα καθώς ενίσχυσαν την εξουσία τους εξαλείφοντας τις κεντρόφυγες δυνάμεις.  Η επικράτηση της απολυταρχίας εδραιώθηκε μέσω της οργανωμένης πλέον γραφειοκρατίας, των νέων πηγών πλούτου αλλά και της συντήρησης μόνιμου και ισχυρού στρατού.  Όμως η απολυταρχία πέρα από ένα κρατικό μόρφωμα και σύστημα διακυβέρνησης χαρακτηρίστηκε ως ιδανικό.  Υπόδειγμα της απολυταρχίας για όλη την Ευρώπη ήταν η Γαλλία κατά την περίοδο της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΔ’.  Διατυπώνοντας το περιεχόμενο της απολυταρχίας με την χαρακτηριστική του φράση «L'État, c'est moi» («το κράτος είμαι εγώ») κατάφερε να προσωποποιήσει την απόλυτη μοναρχία.  Το σύστημα διακυβέρνησης της απόλυτης μοναρχίας που εφάρμοσε ο Λουδοβίκος ΙΔ’ γίνεται το ιδεώδες για τους άλλους μονάρχες της Ευρώπης.  Στον οικονομικό τομέα βασικός σκοπός ήταν η αύξηση πλούτου του βασιλιά και με γνώμονα τον μερκαντιλισμό αυτό επιτεύχθηκε αυξάνοντας τις εξαγωγές και ταυτόχρονα μειώνοντας τις εισαγωγές και παράλληλα ενισχύοντας την εγχώρια βιοτεχνική και αγροτική παραγωγή.  Έτσι η οικονομική ζωή καθορίστηκε από μια σειρά θεσμών, μέτρων και διατάξεων.  Την περίοδο της διακυβέρνησης του Λουδοβίκου ΙΔ’ οι ευγενείς της Γαλλίας εξασθένισαν στον πολιτικό τομέα, ανταμείφθηκαν όμως με παροχή σύνταξης καθώς και την υποδοχή τους στις Βερσαλλίες, τη λαμπρότερη αυλή της Ευρώπης.  Το διάστημα που μεσολάβησε από το 1715 έως και το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης καθορίστηκε από φαινόμενα αυθαιρεσιών και διαφθοράς, κακοδιαχείρισης και σπατάλης.  (Ράπτης, 1999, 182-185˙ Berstein Milza, 1997, 414)

Συνοψίζοντας, ο κλασικός Μεσαίωνας έκλεισε με εμφανή τα πρώτα σημάδια της οικονομικής κρίσης.  Ο ύστερος Μεσαίωνας, που ακολούθησε, σπιλώθηκε από συμφορές και μεγάλες πολιτικές αναταραχές.  Η επιδημία της πανώλης, ο λιμός καθώς και οι πόλεμοι συρρίκνωσαν τον πληθυσμό της Ευρώπης κατά το ήμισυ.  Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρουμε ότι παρά την κρίση ο 14ος αιώνας χαρακτηρίστηκε και ως εποχή προόδου ιδιαίτερα στις επιστήμες και τις τέχνες.  Ο 15ος και 16ος αιώνας ήταν η εποχή των νέων ανακαλύψεων όπου οι Ευρωπαίοι εξερευνώντας καινούριους εμπορικούς δρόμους κατάφεραν να ενισχύσουν την οικονομία των κρατών τους.  Η άνοδος του εμπορίου αλλά και η εκμετάλλευση υπερπόντιων αποικιών ήταν από τους σημαντικούς παράγοντες της ανάπτυξης της απολυταρχίας καθώς εξασφάλισαν στον βασιλιά νέες πηγές πλούτου.-

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1.      Ράπτης Kώστας, Γενική Ιστορία της Ευρώπης: Από τον 6ο έως τον 18ο αιώνα, τ. Α΄, ΕΑΠ, Πάτρα 1999.

2.      Berstein SergeMilza Pierre, Ιστορία της Ευρώπης, Από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στα ευρωπαϊκά κράτη 5ος-8ος αιώνας, τ. 1΄, Αλεξάνδρεια, 1997.

3.      Davies Norman, Ιστορία της Ευρώπης, τ. Α’, Νεφέλη, Αθήνα 2009.

4.      Παγκράτης Γεράσιμος, Ιστορία της Ιταλίας. Από τη Συνθήκη του Λόντι στην Ενοποίηση (1454-1870) [ηλεκτρ. βιβλ.], ΣΕΑΒ, Αθήνα 2015.

5.      E. Burns, Ευρωπαϊκή Ιστορία. Εισαγωγή στην Ιστορία και τον Πολιτισμό της νεότερης Ευρώπης, τ. Α’, Παρατηρητής, 1983.

ΕΠΟ 10 - Δ' Γραπτή Εργασία | Ψυχρός Πόλεμος: ΗΠΑ - ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ

Ψυχρός Πόλεμος: ΗΠΑ - ΡΩΣΙΑ

Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος επισφράγισε την αποδυνάμωση της διεθνούς θέσης της Ευρώπης, η οποία είχε ξεκινήσει με τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο.  H ερειπωμένη και αδύναμη Ευρώπη, έγινε αντικείμενο του ανταγωνισμού των δύο νέων και ισχυρών υπερδυνάμεων, των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης. (Παράρτημα, Χάρτης 1, 8)  Από τη μια πλευρά οι ΗΠΑ, διατηρώντας μια καπιταλιστική οικονομία και δημοκρατικό καθεστώς, από την άλλη η Σοβιετική Ένωση που ήταν ένα μονοκομματικό, σοσιαλιστικό κράτος.  H αμοιβαία δυσπιστία που προϋπήρχε μεταξύ Ρωσίας και Δύσης, καθώς και η ιδεολογική τους αντιπαλότητα έμεινε γνωστή ως «Ψυχρός Πόλεμος».  Απόρροια αυτής της ψυχρής διαμάχης ήταν η διαίρεση της Ευρώπης.  Το «Σιδηρούν Παραπέτασμα», όπως χαρακτηριστικά είχε πει ο Τσόρτσιλ, δίχασε την Ευρώπη στο Δυτικό και στο Ανατολικό μπλοκ και αν κάποιος μελετήσει την ιστορία αντιλαμβάνεται ότι και από τα δύο μέρη δεν έλειψαν τα εσωτερικά προβλήματα, οι εντάσεις και οι δυσαρέσκειες. (Ράπτης, 1999, 229 ˙ Miller, 2018, 689)

Ο Ανατολικός Συνασπισμός (Ανατολικό Μπλοκ) απαρτιζόταν από χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες μετά τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου υιοθέτησαν σοσιαλιστικό καθεστώς.  Η κραταιά γεωπολιτική δύναμη του Ανατολικού Μπλόκ, η οποία είχε σοσιαλιστικό καθεστώς και πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν η Σοβιετική Ένωση.  Η Ευρώπη βρέθηκε διαιρεμένη στα δύο και οι αντίπαλοι του κάθε στρατοπέδου, είτε εκδιώχθηκαν είτε καταπιέστηκαν εντός του κάθε συνασπισμού.  Από το 1945 έως το 1949, οι διαφωνίες που προκύπταν για τα διεθνή πολιτικά ζητήματα, μεταξύ των άλλοτε συμμάχων, ήταν αγεφύρωτες.  Οι ιδεολογικές διαφορές μεταξύ των φιλελεύθερων κρατών της Δύσης και των κομμουνιστικών της Ανατολής, ενίσχυαν την αντιπαλότητα καθώς πάντα υπήρχε η καχυποψία για έναν νέο παγκόσμιο πόλεμο. (Ράπτης, 1999, 246)

Το καταπιεστικό σύστημα διακυβέρνησης του Ιωσήφ Στάλιν, δεν θύμιζε τίποτα από το παλιό επαναστατικό και ριζοσπαστικό.  Ο αυταρχισμός και ο συντηρητισμός ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά του σταλινισμού.  Κύριο μέλημα της πολιτικής του Στάλιν, ήταν η υπεροχή του μονοκομματισμού και βασικό του όραμα, ήταν ο ανασχηματισμός της ανατολικής Ευρώπης βάσει του σοβιετικού προτύπου.  Τα κράτη-δορυφόροι της Σοβιετικής Ένωσης υποχρεώθηκαν να ακολουθήσουν κοινή πολιτική και να έχουν τον κομμουνισμό ως κοινό ηγετικό κόμμα, με καθοδήγηση πάντα από τη Μόσχα.  Μολονότι, τα κράτη της ανατολικής Ευρώπης παρουσίαζαν τεράστιες οικονομικές διαφορές μεταξύ τους, ανέπτυξαν πενταετή στρατηγικά σχέδια, προκειμένου να ταυτιστούν με την σοβιετική πολιτική.  Την ίδια στιγμή ο αγροτικός τομέας ασφυκτιούσε, υπό το καθεστώς της αγροτικής κολεκτιβοποίησης, με βαριά φορολογία, παρακράτηση δελτίων τροφίμων, μέχρι και διακρίσεις στα παιδιά των αγροτών, τα οποία δεν γίνονταν αποδεκτά σε σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. (Judt, 2005, 254-257)

Με τον κομμουνισμό να γιγαντώνεται στο ανατολικό μπλοκ, οι ΗΠΑ έβλεπαν τον κίνδυνο να πλησιάζει και να θίγει, είτε άμεσα είτε έμμεσα, τα συμφέροντά τους.  Το Σχέδιο Μάρσαλ που προτάθηκε το 1947 από τον υπουργό εξωτερικών Τζ. Μάρσαλ απευθυνόταν σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες και είχε σκοπό την ανασύνθεση της μεταπολεμικής Ευρώπης.  Η χορήγηση «αδελφικής» οικονομικής βοήθειας σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, έτσι ώστε να αποφευχθεί η οικονομική κατάρρευση και η πολιτική αποσταθεροποίησή τους, ήταν ουσιαστικά η πολιτική βάση του Δόγματος Τρούμαν. (Ράπτης, 1999, 232)

Σύσσωμη η ανατολική Ευρώπη απέρριψε την αμερικανική χορηγία, υπό την πίεση της Μόσχας, ενώ την κατέκρινε αφού προϋπόθεση για την αποδοχή της επιχορήγησης ήταν να παραμείνουν οι χώρες πολιτικά ελεύθερες.  Τον Ιούλιο του ίδιου έτους, ιδρύεται από τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης η Επιτροπή για την Ευρωπαϊκή Οικονομική Συνεργασία/OEEC για τη διαχείριση του Σχέδιου Μάρσαλ και αμέσως μετά ακολουθεί η ίδρυση του Συμβουλίου Αμοιβαίας Οικονομικής Βοήθειας/COMECON από τις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ, για την ταύτιση των οικονομιών με τις προτεραιότητες της σοβιετικής οικονομίας.  Η ίδρυση του ΝΑΤΟ το 1949, το οποίο λειτουργούσε ως ο αμυντικός μηχανισμός που θωράκισε τις χώρες της δυτικής Ευρώπης από μια πιθανή σοβιετική επίθεση, ενέτεινε ακόμα περισσότερο το ψυχροπολεμικό κλίμα που ήδη είχε κλιμακωθεί.  Την ίδια χρονιά, η διαίρεση της Γερμανίας, σε Δυτική και Ανατολική, επιβεβαίωσε τον διπολισμό που επικρατούσε στην Ευρώπη.  (Παράρτημα, Χάρτης 2, 9 ˙ Ράπτης, 1999, 232)

Ο θάνατος του Στάλιν το 1953, σηματοδότησε την ύφεση του ψυχροπολεμικού κλίματος που επικρατούσε.  Ο Νικίτα Χρουστσόφ, ο οποίος το 1955 είχε εκλεχθεί γενικός γραμματέας του ΚΚΣΕ, ανέλαβε πρωθυπουργός της χώρας το 1958.  Η ειρηνική συνύπαρξη στο εξωτερικό ήταν βασική προϋπόθεση για την υλοποίηση του οράματός του Χρουστσόφ, ώστε να αποκατασταθεί το κλίμα ευημερίας στη Σοβιετική Ένωση.  Ο ίδιος κατάφερε να εξομαλύνει τις σχέσεις με την Γιουγκοσλαβία του Τίτο, ενώ παράλληλα απελευθέρωσε και ανεξαρτητοποίησε το Αυστριακό κράτος.  Η πολιτική του Χρουστσόφ και το νέο κλίμα που επικρατούσε, γέννησε ελπίδες φιλελευθεροποίησης και αποδέσμευσης από τον σοβιετικό κλοιό.  Όμως η Μόσχα είχε διαφορετική άποψη, καθώς ήταν καθέτως αντίθετη τόσο προς την απόσπαση των ανατολικοευρωπαϊκών χωρών όσο και προς την άρνηση αξιώσεως τον κομμουνιστικών κομμάτων. (Ράπτης, 1999, 234, 242 ˙ Miller, 2018, 695)

Στην Πολωνία, όπου από το 1945 είχε επικρατήσει ένα σταλινικό καθεστώς, συνέχιζε πάντα να υποβόσκει το μίσος προς τη Ρωσία.  Ο πολωνικός λαός δεν ξεχνούσε ότι η Ρωσία βοήθησε τους Γερμανούς τον Αύγουστο του 1944, ώστε να προχωρήσουν στη βίαιη καταστολή της πολωνικής εξέγερσης στη Βαρσοβία, με αποτέλεσμα να παταχθεί ο εθνικισμός.  Έτσι, τον Ιούνιο του 1956 το απεργιακό κύμα που ήταν σε εξέλιξη, ένωσε τις δυνάμεις διανοούμενων, εργατών και Ρωμαιοκαθολικών.  Το κομμουνιστικό κόμμα της Πολωνίας πρότεινε στον Γκομούλκα να γίνει Γενικός Γραμματέας.  Η Ρωσία συμφώνησε αρχικά σε αυτό όμως εν συνεχεία κατάφερε να πάρει την ανταμοιβή της, με την υπογραφή συμφωνίας με τη νέα κυβέρνηση, για διατήρηση στρατού στην Πολωνία. (Miller, 2018, 700-701)

Η διακήρυξη της ουδετερότητας της Ουγγαρίας από τον Νάγκυ, σε συνδυασμό με την εξαγγελία ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων προκάλεσε, για ακόμα μια φορά, την οργή της Μόσχας.  Η ουγγρική εξέγερση που ξέσπασε το 1956 στη Βουδαπέστη, άναψε το πράσινο φως στα σοβιετικά στρατεύματα για μια αιματηρή καταστολή.  (Ράπτης, 1999, 242 ˙Miller, 2018, 701)

Η Ρουμανία, από την άλλη, ακολούθησε μια τελείως διαφορετική πορεία.  Έχοντας ως ηγέτη τον Νικολάε Τσαουσέσκου, ο οποίος χρησιμοποιώντας την εξαιρετική του διπλωματική ικανότητα, κατάφερε να αποκρύψει από το λαό την πραγματική κατάσταση της οικονομίας της χώρας ενώ ταυτόχρονα είχε επιβάλλει μια επιμελώς κεκαλυμμένη τυραννία.  Την στιγμή που η Ρουμανία διατηρούσε ένα δυσβάσταχτο χρέος προς τη Δύση, με τεράστιες ελλείψεις τροφίμων και καταναλωτικών αγαθών, ο Τσαουσέσκου έθεσε σε ισχύ διάταγμα για αύξηση του πληθυσμού, το οποίο κατά τον ίδιον θα οδηγούσε σε άνθιση της οικονομίας της χώρας.  Σε συνεργασία με την αστυνομία ξεκίνησε εκστρατεία κατά των αμβλώσεων και των μέτρων αντισύλληψης.  Αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας ήταν μεν η αύξηση του πληθυσμού της Ρουμανίας, όμως το τίμημα ήταν η δημιουργία τεράστιας οικονομικής εξαθλίωσης, ιδιαίτερα στις πολύτεκνες οικογένειες. (Ράπτης, 1999, 242 ˙Miller, 2018, 702-703)

Δώδεκα χρόνια μετά από την αιματηρή επέμβαση των σοβιετικών τανκς στη Βουδαπέστη, σειρά είχε η Πράγα.  Έπειτα από την αντικατάσταση του Νοβότνι από τον Ντούμπτσεκ και λόγω της έντονης δυσαρέσκειας για το πολιτικό σύστημα, είχαν ήδη ξεκινήσει συζητήσεις για φιλελευθεροποίηση της οικονομίας.  Το Πρόγραμμα Δράσης που κατατέθηκε το 1968, το οποίο περιλάμβανε διατήρηση του κομμουνιστικού καθεστώτος, με αναβίωση όμως του Κοινοβουλίου, δίνοντας ελευθερίες σε διανοούμενους καθώς και σε άλλα κόμματα, χαρακτηρίστηκε ως «μολυσματικό».  Η εισβολή των σοβιετικών τανκς, έγινε στις 20 Αυγούστου, με συμμετοχή των ανατολικογερμανικών, βουλγαρικών και ουγγρικών στρατευμάτων.  Η αντίσταση των Τσέχων χαρακτηρίστηκε ως παθητική, αποτρέποντας την αιματοχυσία.  Ο Ντούμπτσεκ, έπειτα από πίεση των σοβιετικών, παρέδωσε την εξουσία στον διαλλακτικό Γκουστάβ Χουζάκ. (Ράπτης, 1999, 243 ˙Miller, 2018, 704-705)

Στην Πολωνία η οικονομική κρίση που μάστιζε τη χώρα σε συνδυασμό με τις μεγάλες ελλείψεις σε βασικά καταναλωτικά αγαθά, ήταν από τις βασικές αιτίες για τις αναταραχές που είχαν ξεσπάσει κυρίως κατά της κυβέρνησης.  Το κλίμα επιδεινώθηκε, όταν το 1980 με το αναγνωρισμένο πλέον δικαίωμα της απεργίας, το κίνημα «Αλληλεγγύη» με αρχηγό τον απολυμένο εργάτη των ναυπηγείων του Γκντανσκ, Λεχ Βαλέσα, κατέβηκε σε απεργία.  Σε αντίθεση με την Τσεχοσλοβακία, όπου η υποστήριξη της εξέγερσης προερχόταν αποκλειστικά από τις ομάδες των διανοούμενων, εδώ η απεργία υποστηρίχτηκε από τους εργαζόμενους όλης της χώρας.  Τα αιτήματά τους εκτός από οικονομικά ήταν και πολιτικά.  Η Σοβιετική Ένωση χαρακτήρισε τα αιτήματα απαράδεκτα και ανέλαβε δράση μέσω ανθρώπων εμπιστοσύνης του πολωνικού στρατού, οι οποίοι ανέβηκαν στην εξουσία και αφού συνέλαβαν τους αρχηγούς του κινήματος τοποθέτησαν για πρωθυπουργό τον στρατηγό Γιαρουζέλσκι.  Καθώς η απόσχιση της Πολωνίας από την Σοβιετική Ένωση μόνο προβλήματα θα επέφερε, η Καθολική Εκκλησία, η οποία είχε την υποστήριξη σχεδόν ολόκληρης της χώρας, έδωσε τη λύση με μια σιωπηρή συμφωνία με τους κομμουνιστές, εδραιώνοντας μια ήπιας μορφής δικτατορία. (Ράπτης, 1999, 243 ˙Miller, 2018, 706-707)

Το 1985, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ένθερμος υποστηρικτής της αποσταλινοποίησης, ανέλαβε την ηγεσία της Ρωσίας, έχοντας κύριο όραμα τον συνδυασμό γκλάσνοστ και περεστρόικα (διαφάνεια και ανασυγκρότηση). Οι μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν άμεσα από τον Γκορμπατσόφ, στα πλαίσια του προγράμματος ανασυγκρότησης, είχαν να κάνουν με την αναδιάρθρωση του κομμουνιστικού καθεστώτος, έχοντας σκοπό την εξυγίανση του βιοτικού επιπέδου.  Παράλληλα, η διαφάνεια που προώθησε είχε να κάνει με την αρχή της ελευθερίας του λόγου και του τύπου. (Ράπτης, 1999, 243-244 ˙Miller, 2018, 711)

Δυστυχώς, οι μεταρρυθμίσεις αυτές απέτυχαν παταγωδώς, αφού η χώρα διένυε από καιρό μια κατάσταση οικονομικής εξαθλίωσης, ενώ οι στόχοι πειθαρχίας του Γκορμπατσόφ δεν επετεύχθησαν, καθώς το σύστημα ήταν ήδη σαθρό.  Επιπλέον, ο Γκορμπατσόφ βρέθηκε αντιμέτωπος με τις μεταρρυθμίσεις που ο ίδιος πρότεινε, όταν τα κράτη-δορυφόροι της Σοβιετικής Ένωσης ακολούθησαν το δρόμο των μεταρρυθμίσεων, αφού οι λαοί τους ασφυκτιούσαν και απαιτούσαν περισσότερη ελευθερία και την αποτίναξη του σοβιετικού ζυγού. (Miller, 2018, 713-714)

Στην Πολωνία, ο Γιαρουζέλκι δεχόταν πιέσεις από τον Γκορμπατσόφ για μεταρρυθμίσεις.  Η χώρα είχε διχαστεί, από τη μία στους υποστηρικτές της «Αλληλεγγύης» και από την άλλη σε αυτούς που υποστήριζαν τον «εμπορικό πλουραλισμό».  Στις εκλογές του 1989 καταψηφίστηκε ο κομμουνισμός και ξεκίνησε η αποσύνθεση του Κόμματος.  Μετά την παραίτηση του Γιαρουζέλσκι, τον Νοέμβριο του 1990 ο Βαλέσα εξελέγη πρόεδρος. Στην Ουγγαρία, το καθεστώς άλλαξε λόγω του αντίκτυπου που είχε ο Νέος Οικονομικός Μηχανισμός, ο οποίος ωφέλησε τους επιχειρηματίες και τους αγρότες αλλά όχι τους εργάτες των βιομηχανιών.  Το 1989, νομιμοποιήθηκαν οι διαδηλώσεις, πήρε έγκριση η ελεύθερη αγορά και άνοιξαν τα σύνορα με την Αυστρία, χώρα με πληθώρα δυτικών αγαθών. Στην Τσεχοσλοβακία, έλαβε χώρα η επονομαζόμενη «βελούδινη επανάσταση».  Το καταπιεστικό καθεστώς του Χουζάκ έπεσε και σε αυτό συνέβαλλαν: α) οι ομάδες αντιπολιτευόμενων φοιτητών και διανοούμενων, β) η Καθολική Εκκλησία ασκώντας κριτική, η οποία είχε ως επίκεντρο τα ανθρώπινα δικαιώματα και γ) τα αυτόβουλα συλλαλητήρια νέων ανθρώπων στην Πράγα το 1989. (Miller, 2018, 723-725)

Όλες οι επαναστάσεις στις χώρες-δορυφόρους της Σοβιετικής Ένωσης είχαν ειρηνικό χαρακτήρα εκτός από τη Ρουμανία, όπου το ζεύγος Τσαουσέσκου εκτελέστηκε ανήμερα Χριστουγέννων του 1989.  Έως το 1991, οι φιλελεύθερες δημοκρατίες αντικατέστησαν τα κομμουνιστικά καθεστώτα και σε συνδυασμό με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης χαρακτηρίστηκε ως μια ανέλπιστη νίκη, όπου ωστόσο υπέβοσκαν αρκετές δυσκολίες. (Berindei, 2003, 405)

Εν κατακλείδι, αναφορικά με το διάστημα 1945-1985, θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως μια περίοδο «ψυχρής ειρήνης», αφού άτυπα θεσπίστηκε μια Ευρωπαϊκή ισορροπία ισχύος, η οποία διατηρήθηκε, αφού κανένα από τα δύο αντίπαλα μπλοκ δεν προχώρησε σε επέκταση κυριαρχίας.  Παρ’ όλα αυτά, μελετώντας την ιστορία μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90, δε θα μπορούσαμε να αφήσουμε ασχολίαστο το γεγονός ότι τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Σοβιετική Ένωση, δεν διαφοροποιήθηκαν ιδιαίτερα από την λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου έως την κατάρρευσή της.  Η οικονομία της χώρας βρισκόταν πάντα σε υπανάπτυκτο στάδιο και οι κακές κυβερνήσεις δεν έλειψαν ποτέ.  Τρανταχτό παράδειγμα δεν είναι άλλο από την αποτυχία της διακυβέρνησης Γκορμπατσόφ.  Η κατάρρευση των καθεστώτων έφερε στο φως τη σαθρότητα του υποβάθρου, στο οποίο στηριζόταν η ηγεμονία της Σοβιετικής Ένωσης και ταυτόχρονα την πλήρη αποτυχία του σοβιετικού οικονομικού μοντέλου.-

 

Βιβλιογραφία

Κ. Ράπτης, Γενική ιστορία της Ευρώπης κατά τον 19ο και τον 20ο αι., τ. Β, Πάτρα, 1999.

S. T. MillerΝεότερη και σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορίαGutenberg, Αθήνα, 2018.

D. Berindei, «Προς μια ευρωπαϊκή νέα τάξη», στο Ε. Αρβελέρ–Μ. Aymard (επιμ.), Οι Ευρωπαίοι, τ. Β΄, Νεότερη και Σύγχρονη Εποχή, Σαββάλας, Αθήνα 2003.

T. Judt, Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2012.

Α' Γραπτή Εργασία | Πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: αίτια κατάρρευσης και μεταναστεύσεων & ανάλυση των κυριότερων βαρβαρικών βασιλείων | ΕΠΟ10

         Μελετώντας την Ευρωπαϊκή ιστορία, κατά την περίοδο από τον 4ο έως τον 7ο αιώνα, αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για μια περίοδο που διέπεται κυρίως από εκτεταμένες μετακινήσεις πληθυσμών, καθώς και από έντονες πολιτισμικές μεταβολές αλλά και κοινωνικές και οικονομικές αναδιαρθρώσεις.  Έχοντας ως ζητούμενο τον σχολιασμό των απόψεων που έχουν διατυπωθεί για το διάστημα που ακολούθησε την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε πολιτικό, κοινωνικό αλλά και πολιτισμικό επίπεδο, θα επιχειρήσουμε να εντοπίσουμε, καταρχήν τα κύρια αίτια της κατάρρευσης της αυτοκρατορίας αλλά και των μεταναστεύσεων και θα αναλύσουμε τα κυριότερα βαρβαρικά βασίλεια που δημιουργήθηκαν.  Εν συνεχεία, θα αναφερθούμε στο σύστημα διακυβέρνησης, τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες όπως αυτές διαμορφώθηκαν ύστερα από την ίδρυση των βαρβαρικών βασιλείων, καθώς και το ρόλο που έπαιξε την εποχή εκείνη ο Χριστιανισμός και η εκκλησία.

        Την περίοδο της ύστερης Αρχαιότητας και συγκεκριμένα τον 4ο αιώνα, οι βάρβαροι εμφανίστηκαν στα σύνορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.  Οι εισβολές πραγματοποιήθηκαν από δύο εντελώς διαφορετικά μέτωπα.  Αφ’ ενός τους γερμανικούς λαούς, που προέρχονταν από τη νότια Σκανδιναβία οι οποίοι, όπως θα δούμε, αποτέλεσαν την πλειοψηφία του «βαρβαρικού» πληθυσμού κατά τη ρωμαϊκή περίοδο και αφετέρου τους επονομαζόμενους νομάδες προερχόμενοι από τις στέπες της Κεντρικής Ασίας.  Οι γερμανικοί λαοί χωρίζονταν σε τρεις ομάδες.  Τη σκανδιναβική ομάδα (Δανοί, Νορβηγοί, Σουηδοί και Ισλανδοί), τη δυτικογερμανική ομάδα (Φρίσιοι, Φράγκοι, Αλαμανοί, Γιούτες, Άγγλοι και Σάξωνες πρόγονοι των Ολλανδών, Φλαμανδών, Άγγλων, νότιων Σκοτσέζων και μικρού μέρους Γάλλων και Γερμανών) και την ανατολικογερμανική ομάδα, που ήταν και οι κυρίως υπεύθυνοι και πρωτοστάτες της κρίσης της Δυτικής Αυτοκρατορίας.  Η τελευταία ομάδα απαρτιζόταν από τους Σουηβούς, τους Λομβαρδούς, τους Βουργουνδούς, τους Θουριγγίους, τους Βαυαρούς, τους Βάνδαλους, τους Γέπιδες και τους Γότθους.  Οι μεταναστεύσεις των λαών, άλλες φορές με βίαιο και άλλες με ειρηνικό τρόπο[1] σε όλη την έκταση της γηραιάς ηπείρου, συνετέλεσαν στη διάλυση του δυτικού τμήματος της Αυτοκρατορίας, με αποκορύφωμα το 476 τη λεηλασία και καταστροφή της αυτοκρατορία της Δύσης. (Berstein Milza, 1997, 31˙ Ράπτης, 1999, 23, 25)

           Μακριά από τα σύνορα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, μικρές και μεγάλες φυλές, βρίσκονταν σε διαρκή κίνηση κυρίως προς αναζήτηση καλύτερης γης.  Οι βασικές αιτίες της επιτάχυνσης αυτών των περιπλανήσεων κατά καιρούς, ήταν ο λοιμός και οι βίαιες επελάσεις νομάδων ιππέων από την Ανατολή.  Στο σημείο αυτό να αναφέρουμε ότι σε γεωπολιτικό επίπεδο η μετανάστευση ενός φύλου προκαλούσε αλυσιδωτές μετακινήσεις άλλων φύλων.  Ιδιαίτερα στις βίαιες μεταναστεύσεις παρατηρείται, το φαινόμενο της αλυσιδωτής αντίδρασης[2]. (Davies, 2009, 253˙ Ράπτης, 1999, 26)

            Όπως αναφέραμε και παραπάνω, κύριοι υπαίτιοι των εισβολών και των μετακινήσεων που είχαν ως αποτέλεσμα την κατάρρευση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και τη δημιουργία βαρβαρικών βασιλείων, ήταν οι γερμανικοί λαοί.  Μέχρι τα τέλη του 4ου αιώνα οι γερμανικές εισβολές ήταν ήπιες και δεν προκαλούσαν σοβαρά προβλήματα στους κατοίκους των συνόρων της Αυτοκρατορίας, καθώς οι τελευταίοι είχαν εξοικειωθεί πλέον με τους Γερμανούς και το διοικητικό τους σύστημα.  Η απότομη εισβολή των Ούννων τον 5ο αιώνα, ανέτρεψε την εύθραυστη ισορροπία που έως τότε είχε επιτευχθεί.  Οι Ούννοι κεντροασιατικής καταγωγής, τουρκόφωνοι έφιπποι νομάδες, ήταν οι βασικοί υπαίτιοι των βίαιων μετακινήσεων των γερμανικών φύλων και της επακόλουθης πτώσης της Δυτικής Αυτοκρατορίας. Ηγέτης των Ούννων ήταν ο Αττίλας (434-453) ο οποίος λεηλάτησε και τρομοκράτησε τόσο το Δυτικό όσο και το Ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας.  Το 451 ο Αττίλας ηττήθηκε στα Καταλαυνικά Πεδία της Καμπανίας, από τους συνασπισμένους Ρωμαίους και βαρβάρους οι οποίοι διοικούνταν από τον Ρωμαίο στρατηγό, Αέτιο.  Μέσα σε ένα χρόνο από το θάνατο του Αττίλα (453) επήλθε και η διάλυση των Ούννων.  Μετά από μερικές δεκάδες χρόνια οι Ούννοι εξαφανίστηκαν από την ιστορία, όχι όμως και από τη μνήμη των Ευρωπαίων.  Η παρουσία τους σφράγισε για πάντα την μετέπειτα εξέλιξη της Ευρώπης. (Ράπτης, 1999, 27˙ Berstein Milza, 1997, 34) 

Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στο πλαίσιο της ενίσχυσης της άμυνάς της σύναπτε συνθήκη (foedus) με τους εισβολείς οι οποίοι εγκαθίσταντο στα εδάφη της αυτοκρατορίας, με το καθεστώς του ομόσπονδου (φοιδεράτοι) έναντι της υποχρέωσης στράτευσης.  Η φιλοξενία (hospitalitas) που απολάμβαναν οι στρατιώτες περιλάμβανε εκχώρηση γης, εκμετάλλευση των δασικών εκτάσεων καθώς και τη χρήση δούλων. (Ράπτης, 1999, 27)

Το πρώτο βαρβαρικό βασίλειο που δημιουργήθηκε ήταν το Βησιγοτθικό.  Οι Βησιγότθοι (Δυτικοί Γότθοι) μετακινήθηκαν νότια προκειμένου να γλιτώσουν από τους Ούννους.  Εγκαταστάθηκαν στην Τουλούζη, η οποία έγινε η πρωτεύουσα του πρώτου γερμανικού βασιλείου σε ρωμαϊκό έδαφος.  Με το καθεστώς του ομόσπονδου, οι Βησιγότθοι απέκτησαν δικαιώματα φιλοξενίας σε κτήματα Ρωμαίων καθώς μπορούσαν να υπηρετήσουν στον ρωμαϊκό στρατό με τους δικούς τους αρχηγούς.  Με τον τρόπο αυτό εδραίωσαν την εξουσία τους και κυβέρνησαν μέχρι τις αρχές του 6ου αι. (Berstein Milza, 1997, 35˙ Ράπτης, 1999, 28˙ Nicholas, 1999, 98-99).

Το 406 η ρωμαϊκή εξουσία δέχτηκε άλλο ένα σοβαρό πλήγμα από τις εισβολές των Αλανών, Σουηβών, Αλαμανών, Βανδάλων και Βουργουνδών στη Γαλατία.  Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους, οι Βουργουνδοί σημείωσαν τη μεγαλύτερη επιτυχία, κυρίως λόγω της επίμονής τους.  Το πρώτο βουργουνδικό βασίλειο που δημιουργήθηκε ασπάστηκε τη χριστιανική θρησκεία με την αιρετική μορφή του αρειανισμού. Οι βουργουνδικές κατακτήσεις περιορίστηκαν στη Γερμανία και στη νοτιοανατολική Γαλατία, οι οποίες αναγνωρίστηκαν από τους Ρωμαίους.  Το 437, ύστερα από την ήττα τους από τους Ούννους, οι Ρωμαίοι τους εγκατέστησαν νοτιότερα, στις όχθες της λίμνης της Γενεύης.  Υιοθετώντας τον ρωμαϊκό πολιτισμό, το βουργουνδικό βασίλειο (474-516) επανασυγκροτήθηκε και έφτασε στο απόγειο της ισχύος του. (Ράπτης, 1999, 28˙ Nicholas, 1999, 103-104)

            Οι Οστρογότθοι, όντας υποτελείς στους Ούννους για μεγάλο χρονικό διάστημα, ανέκτησαν την ανεξαρτησία τους μετά το θάνατο του Αττίλα.  Το Οστρογοτθικό βασίλειο με βασιλιά τον Θεοδώριχο Α’ δημιουργήθηκε με έδρα τη Ραβέννα της Ιταλίας.  Ο Θεοδώριχος σεβόμενος τους ρωμαϊκούς θεσμούς, οργάνωσε μία αυλή στο πρότυπο της Κωνσταντινούπολης και υποστήριξε την ανανέωση του ρωμαϊκού πολιτισμού, καθώς επιβλήθηκε στους υπόλοιπους Γερμανούς βασιλείς της Δύσης, με εξαίρεση τους Φράγκους. (Ράπτης, 1999, 29˙ Berstein Milza, 1997, 39) 

            Στα τέλη του 5ου αιώνα, ο Χλωδοβίκος ή Κλόβις Α’, γίνεται βασιλιάς των φράγκικων φύλων με κύριο μέλημα να πολλαπλασιάσει τις κτήσεις του.  Εκμεταλλευόμενος τη θέση του ως φοιδεράτος δημιουργεί ένα μεγάλο βασίλειο, το επονομαζόμενο βασίλειο των Φράγκων ή Φράγκικο βασίλειο.  Αντιλαμβανόμενος το συμφέρον του από τον προσεταιρισμό με τους Γαλατο-Ρωμαίους επισκόπους, ο Κλόβις Α’ ασπάστηκε τον χριστιανισμό και στη συνέχεια οι υπήκοοί του ενστερνίστηκαν σύσσωμοι το δόγμα του ηγέτη τους.   Ο ασπασμός του χριστιανισμού του έδωσε κύρος έναντι των υπολοίπων, αρειανών στο δόγμα, Γερμανών βασιλιάδων.  Παρ’ όλα αυτά το βασίλειο του Κλόβη παρέμεινε ένα βαρβαρικό βασίλειο.  Με τον όρο αυτό εννοούμε ότι η πολιτική ζωή δεν στηριζόταν σε κάποιο θεσμοθετημένο πλαίσιο αποτελεσματικής διακυβέρνησης, παρά στην απόλυτη δικαιοδοσία του βασιλιά.  Μετά το θάνατο του Κλόβη, σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο, η διανομή των εδαφών του βασιλείου μοιράστηκε στους τέσσερις γιους του.  Οι αδελφοκτόνες συγκρούσεις που ακολούθησαν, προσέδωσαν δύναμη τόσο στην φραγκική αριστοκρατία όσο και στους μαγιορδόμους, οι οποίοι ήταν επικεφαλής της διοίκησης και κατείχαν ουσιαστική εξουσία εντός του βασιλείου.  Σύμφωνα με τους Berstein Milza «Η υποτιθέμενη ενότητα διατηρείται μόνο στο όνομα που δόθηκε σε αυτό το σύνολο: Regnum Francorum, το βασίλειο των Φράγκων.» (Ράπτης, 1999, 29˙ Berstein Milza, 1997, 40-41)

Οι Λομβαρδοί είναι η τελευταία μεγάλη γερμανική φυλή που εισήλθε στα εδάφη της πάλαι ποτέ Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.  Μέχρι το 600 είχαν κατακτήσει το μεγαλύτερο μέρος της Ιταλικής χερσονήσου και είχαν εξοστρακίσει τους Οστρογότθους.  Αν και οπαδοί του αρειανισμού, οι Λομβαρδοί ασπάστηκαν τον παπικό χριστιανισμό και ξεκίνησαν να συγκροτούν στοιχειώδη διοικητική γραφειοκρατία και να διαμορφώνουν το δικό τους πολιτισμό.  Πρωτεύουσα του Λομβαρδικού βασιλείου γίνεται η Παβία το 626, η οποία ύστερα από λιγότερο από δύο αιώνες θα γίνει μια λαμπρή πνευματική εστία της δυτικής Ευρώπης. (Ράπτης, 1999, 30˙ Berstein Milza, 1997, 44)

Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, δηλαδή ύστερα από την πτώση της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, διαμορφώθηκε μια νέα κοινωνική κατάσταση σε ευρωπαϊκό επίπεδο.  Η παρακμή των πόλεων ήταν απόρροια των ασταμάτητων επιδρομών και πολεμικών συγκρούσεων καθώς και της εξασθένισης των εμπορικών συναλλαγών.  Οι αδύναμοι στράφηκαν προς αναζήτηση προστασίας στους ισχυρούς μεγαλογαιοκτήμονες με αποτέλεσμα να συρρικνωθεί ο αστικός χώρος.  Οι πόλεις που γνώρισαν ανάπτυξη εκείνη την εποχή ήταν εκείνες που φιλοξένησαν τις  πρωτεύουσες των βαρβαρικών βασιλείων.  Η εξοικείωση των γερμανικών λαών με τη ζωή στην ύπαιθρο τους βοήθησε να υιοθετήσουν το ρωμαϊκό σύστημα villa, τη δημιουργία δηλαδή μιας τοπικής αγροτικής μικροκοινωνίας με κέντρο αναφοράς την έπαυλη του επαρχιώτη αριστοκράτη.   Οι Γερμανοί βασιλείς στηρίχθηκαν στην επαρχιακή αριστοκρατία για την στελέχωση της διοίκησής τους και αυτό λόγω της μεγάλης οικονομικής και πολιτικής δύναμης που διέθετε.  Στα βαρβαρικά βασίλεια που δημιουργήθηκαν ο βασιλιάς ήταν πρώτος μεταξύ ίσων και αυτό διότι για τα σημαντικά ζητήματα ζητούσε τη γνώμη του συμβουλίου του.  Οι επαρχιώτες αριστοκράτες λόγω του πλούτου και της μόρφωσης που διέθεταν διεκδικούσαν τα αξιώματα του κόμητα και του επισκόπου.  Στο πλαίσιο αυτό σταδιακά συγχωνεύτηκε η Γερμανική με την επαρχιακή αριστοκρατία και έτσι γεννήθηκε μια νέα τάξη αξιωματούχων ευγενών. (Ράπτης, 1999, 32)

Όσον αφορά το θεσμικό πλαίσιο, οι Γερμανοί βασιλείς αντικατέστησαν την αρχή της res publica – δηλαδή ενός κράτους υπεράνω του ατόμου – με μια μοναρχία η οποία χαρακτηρίστηκε απόλυτη, κληρονομική και πατρογονική.  Οι απόγονοι του βασιλιά, μετά το θάνατό του διένειμαν μεταξύ τους τα εδάφη του βασιλείου, σύμφωνα με το σαλικό νόμο.  Την εποχή εκείνη ήταν απολύτως φυσικό ο βασιλιάς να ζει και να κυβερνά με τα έσοδα που προέρχονταν από τις γαιοκτησίες του ή από πολεμικά λάφυρα.  Οι Γερμανοί δεν δέχονταν να πληρώνουν κεφαλικό φόρο διότι το θεωρούσαν υποτιμητικό.  Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εξασθένιση του ρωμαϊκού φορολογικού συστήματος, καθώς το μόνο αξιόλογο φορολογικό έσοδο προερχόταν από τα διόδια. (Berstein Milza, 1997, 47˙ Ράπτης, 1999, 32)

Κατά την περίοδο των μεταναστεύσεων ιδιαίτερη αντοχή επέδειξε η χριστιανική εκκλησία.  Τη στιγμή που η ρωμαϊκή διοίκηση παράκμαζε, η εκκλησία ήταν αυτή που σε πολλές περιπτώσεις πήρε τα ηνία με αποτέλεσμα οι επίσκοποι να μετατραπούν σε κοσμικούς ηγέτες.  Η υποβάθμιση της εκκλησίας κατά τον 6ο αιώνα οφείλεται στο γεγονός ότι οι βάρβαροι βασιλείς προκειμένου να εξασφαλίσουν οπαδούς και συγχρόνως να παρέχουν επικερδή αξιώματα στους πιστούς, διόριζαν οι ίδιοι τους επισκόπους.  Η κατακόρυφη πτώση του μορφωτικού επιπέδου καθώς και η υποχώρηση του θρησκευτικού αισθήματος ήταν οι κυριότερες συνέπειες της κρίσης της εκκλησίας και κατ’ επέκταση του επισκοπικού θεσμού.  Η άνοδος του μοναχισμού στη δύση, τον 6ο και 7ο αιώνα, μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια ένδειξη πνευματικής αναζωογόνησης.  Ωστόσο, η παπική εξουσία ήταν ιδιαίτερα περιορισμένη από τον 5ο έως τον 8ο αιώνα σε αντίθεση με τα μοναστήρια που ενισχύθηκαν σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. (Berstein Milza, 1997, 48-49˙ Ράπτης, 1999, 33-34)

Συνοψίζοντας, κατά τη διάρκεια των μεταναστεύσεων και συγκεκριμένα από τον 4ο έως τον 6ο αιώνα, παρατηρείται μια ριζική αλλαγή του δημογραφικού και πολιτικού χάρτη της Ευρώπης.  Οι συνέπειες της εγκαθίδρυσης των βαρβαρικών βασιλείων στα εδάφη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ήταν κυρίως η εγκατάλειψη των πόλεων καθώς και η παρακμή του εμπορίου.  Με την υιοθέτηση του συστήματος villa στα βαρβαρικά βασίλεια η επαρχιακή αριστοκρατία απέκτησε προνομιακή θέση, συγκεντρώνοντας μεγάλη οικονομική και πολιτική δύναμη, καθώς στελέχωσε την διοίκηση των Γερμανών βασιλέων.  Στο πλαίσιο της βασιλικής εξουσίας και διαδοχής, οι βασιλείς εγκαθίδρυσαν μια απόλυτη, κληρονομική και πατρογονική μοναρχία με αποτέλεσμα οι ρωμαϊκές παραδόσεις να ατονήσουν, σε συνδυασμό με το φορολογικό σύστημα το οποίο αποδυναμώθηκε από την μη καταβολή των φόρων.  Ο ρόλος της χριστιανικής εκκλησίας στα ταραχώδη χρόνια των μεταναστεύσεων ήταν ιδιαίτερα σημαντικός. Στην πορεία όμως εξασθένισε λόγω της πρόθεσης των βασιλέων να εγκαθιστούν υποστηρικτές τους στα επισκοπικά και ιερατικά αξιώματα, με αποτέλεσμα τον καταποντισμό του μορφωτικού επιπέδου και παράλληλα την πτώση του θρησκευτικού αισθήματος.  Ως ένδειξη ανανέωσης μπορεί να χαρακτηριστεί η ανάπτυξη του μοναχισμού, τη στιγμή που και η παπική κυριαρχία παρέμενε περιορισμένη.

Εν κατακλείδι, η πολυεπίπεδη παρακμή και ο πνευματικός μαρασμός, από τα μέσα του 6ου έως τα μέσα του 8ου αιώνα, συνέβαλαν στην αρχή του τέλους της Μεροβίγγειας δυναστείας, την οποία θα διαδεχόταν μετέπειτα η Καρολίγγεια Αυτοκρατορία του Καρλομάγνου.-

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1.    Ράπτης K., «Γενική Ιστορία της Ευρώπης», τ. Α΄, ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σελ. 21-34.

2. Berstein S. – Milza P., «Ιστορία της Ευρώπης, Από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στα ευρωπαϊκά κράτη 5ος-8ος αιώνας», τ. 1΄, ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, 1997, σελ. 23-48.

3.    Nicholas D., «Η εξέλιξη του Μεσαιωνικού κόσμου – Κοινωνία, διακυβέρνηση και σκέψη στην Ευρώπη, 312-1500», ΜΙΕΤ, Αθήνα 1999, ΚΕΦ. Γ’.

4.    Davies N., «Ιστορία της Ευρώπης», τ. Α’, ΝΕΦΕΛΗ, Αθήνα 2009, ΚΕΦ.IV.



[1] Σύμφωνα με το Nicholas, μέχρι τα τέλη του 4ου αιώνα οι περισσότερες μετακινήσεις των Γερμανών στο εσωτερικό της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας δεν ήταν εισβολές, αλλά μια αργή μετακίνηση μικρών, χαλαρά οργανωμένων φυλών. (D.Nicholas, 1999, 89)

[2] Σύμφωνα με τον Davies, Όπως το τελευταίο βαγόνι ενός τρένου στις διασταυρώσεις των σιδηροτροχιών, έτσι και η τελευταία φυλή στο δυτικό άκρο της αλυσίδας θα μετακινούνταν από τη σταθερή της θέση με βίαιο τρόπο. (N.Davies, 2009, 253-255)

Β' ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ | ΕΠΟ 22

  Β’ Γραπτή Εργασία | ΕΠΟ 22 – ΗΛΕ43     Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης εντοπίζουν την αφετηρία του φιλοσοφικού στοχασμού στο «θαυμάζειν». Σ...