Δευτέρα 1 Μαΐου 2023

Β' Γραπτή Εργασία | Ευρώπη 13ος-17ος αιώνας: Πολιτικές Αναταραχές & Πολεμικές Συγκρούσεις - Εμφάνιση κρατικών μορφωμάτων & Κρίση της Εκκλησίας | ΕΠΟ10

         Επιχειρώντας να σκιαγραφήσουμε τον πολιτικό χάρτη της Ευρώπης κατά την περίοδο από τον 13ο έως τον 17ο αιώνα, θα αναλύσουμε τις μεγάλες πολιτικές αναταραχές καθώς και τις πολεμικές συγκρούσεις, οι οποίες έπαιξαν σημαίνοντα ρόλο στη διαμόρφωση αυτού.  Θα αναφέρουμε τα νέα κρατικά μορφώματα που εμφανίστηκαν και θα εντοπίσουμε τα κοινωνικά στρώματα που συνέβαλαν στην ανάδειξη αυτών.  Αναφορά επίσης θα γίνει και στην κρίση του πνευματικού κόσμου και της εκκλησίας.  Τέλος, θα μνημονεύσουμε τους επιδραστικούς παράγοντες που συντέλεσαν στις πολιτικές εξελίξεις της εν λόγω εποχής.

        Η περίοδος του κλασικού Μεσαίωνα και πιο συγκεκριμένα το διάστημα από τον 11ο έως τον 13ο αιώνα, θεωρείτο ως μια εποχή πνευματικής ανανέωσης και εμπορικής εξυγίανσης με τις εισβολές να έχουν σταματήσει και τον πληθυσμό να έχει αρχίσει να αυξάνεται.  Παρόλα αυτά οι βιαιοπραγίες και οι διαμάχες συνέχιζαν να είναι καθημερινότητα για την Ευρώπη των βασιλέων.  Η εξουσία των ηγεμόνων υποστηριζόταν στο ακέραιο από τους ευγενείς, οι οποίοι είχαν την δύναμη να την περιορίζουν σε περιπτώσεις που δεν επωφελούνταν πρωτίστως οι ίδιοι και έπειτα η κοινωνία.  Ο διαμελισμός της αυτοκρατορίας των Καρολιδών, είχε ως συνέπεια την περαιτέρω ανάπτυξη φεουδαρχικών θεσμών και κατ’ επέκταση την ανάδυση νέων βασιλείων.  Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν το ισχυρότερο φεουδαρχικό μοναρχικό βασίλειο καθώς οι βασιλείς της υπερείχαν σε πλούτο και δύναμη.  Οι αυτοκράτορες προσδίδοντας στο κράτος τους ιερή ταυτότητα υιοθέτησαν μια παρεμβατική πολιτική για τα θρησκευτικά ζητήματα.  Καθώς διψούσαν για εξουσία ο διορισμός των ηγούμενων και των επισκόπων ήταν θεμελιώδους σημασίας για εκείνους.  Όπως ήταν αναμενόμενο η πολιτική αυτή κατέληξε σε διένεξη με τον πάπα.  Η διαμάχη αυτή, γνωστή ως έριδα της περιβολής, ξεκίνησε στα μέσα του 11ου αιώνα και διήρκεσε δυόμιση αιώνες.  Επρόκειτο για μια αμείλικτη φιλονικία μεταξύ αυτοκράτορα και πάπα που είχε ως έκβαση τη νίκη της παποσύνης με συνέπεια την εξασθένιση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.  (Ράπτης, 1999, 80-82˙ Berstein Milza, 1997, 125)

Την περίοδο του 12ου και 13ου αιώνα και έπειτα από την παρακμή της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, δύο νέα κρατικά μορφώματα αναφάνηκαν και συγκροτήθηκαν παίρνοντας το ρόλο των δύο πιο σημαντικών ευρωπαϊκών κρατών.  Τα νέα αυτά κράτη ήταν η Αγγλία των Πλανταγενετών και η Γαλλία των Καπετιδών και είχαν ως σκοπό να εδραιώσουν την ηγεμονική τους εξουσία.  Στο πλαίσιο αυτό κλιμακώθηκαν οι συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο δυναστείες.  Στην Αγγλία, ο βασιλιάς Ερρίκος Β’ ο Πλανταγενέτης, βρέθηκε να ηγείται μιας έκτασης που, εκτός από την Αγγλία, περιλάμβανε και αρκετά δουκάτα και κομητείες στη Γαλλία.  Ο ίδιος αν και διέμενε στην Ανδεγαυία εξασφάλισε την ευνομία στην Αγγλία, χρησιμοποιώντας εξειδικευμένες υπηρεσίες και βασιλικούς πράκτορες.  Παράλληλα όμως κήρυξε πόλεμο στους Καπετίδες της Γαλλίας επειδή οι τελευταίοι υπερτερούσαν σε κτήσεις στην ηπειρωτική Ευρώπη έναντι εκείνου. Ο Φίλιππος Β’ Αύγουστος (1180-1223), βασιλιάς της Γαλλίας, έβαλε τέλος στην εξάπλωση αυτή των Πλανταγενετών.  Η εποχή της βασιλείας του χαρακτηρίστηκε από εδαφικές επεκτάσεις και πρόοδο της βασιλικής δικαιοσύνης εις βάρος της χωροδεσποτικής.  Η μοναρχία είχε τη δυνατότητα να διατηρεί έμμισθους  υπαλλήλους και παράλληλα συντηρούσε ένα μόνιμο στρατό.  Έως τα τέλη του 13ου αιώνα η μοναρχία στη Γαλλία αναπτύχθηκε και έγινε πρώτη δύναμη. (Ράπτης, 1999, 82-83˙ Berstein Milza, 1997, 170-173)

Στην Αγγλία, η ισχύς της μοναρχίας είχε φτάσει στο ζενίθ με την βασιλεία του Ερρίκου Β’ και εν συνεχεία του Ριχάρδου Α’ του Λεοντόκαρδου.  Όταν όμως ο Ριχάρδος Α’ σκοτώθηκε στο Λιμουζέν το 1199 τον διαδέχτηκε στον αγγλικό θρόνο ο αδελφός του Ιωάννης ο Ακτήμων.  Το κράτος βρέθηκε σε χαώδη κατάσταση η οποία επιδεινώθηκε από τη σκληρότητα και την περιφρόνηση που έδειχνε ο νέος ηγεμόνας προς τους υπηκόους του και κορυφώθηκε το 1215 με την εξέγερση των αρχιερέων, χωροδεσποτών καθώς και των αστών του Λονδίνου οι οποίοι συνασπίστηκαν και τον υποχρέωσαν να υπογράψει τη Μάγκνα Κάρτα.  Με την υπογραφή της Μάγκνα Κάρτα ο ηγεμόνας δεσμευόταν να αναγνωρίζει τα προνόμια των βαρόνων και τις ελευθερίες τόσο της εκκλησίας όσο και των πόλεων.  Αν και μη επαναστατικό κείμενο χαρακτηρίστηκε ως ιδιαίτερα νεωτεριστικό για τη μεσαιωνική Ευρώπη, αφού διατύπωνε θεμελιώδεις κανόνες ως προς τα θέματα της φορολογίας και της απονομής δικαιοσύνης και παράλληλα προωθούσε την ιδέα ότι ο ηγεμόνας μπορεί να υπόκειται σε θεσπισμένο και μόνιμο έλεγχο από τους υποτελείς του.  (Ράπτης, 1999, 83-84˙ Berstein Milza, 1997, 177)

Ο ύστερος μεσαίωνας για την Ευρώπη ήταν μια εποχή που περιγράφεται με τα πιο μελανά χρώματα.  Με τις δύο αλληλοσυνδεόμενες μάστιγες της εποχής, τον λιμό και την πανώλη γνωστή και ως «Μαύρος Θάνατος», να έχουν αφανίσει το ένα τέταρτο του πληθυσμού και εν συνεχεία με τον Εκατονταετή πόλεμο που ξέσπασε μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας.  Οι λεηλασίες και οι σφαγές εξαγριωμένων στρατιωτών ενέτειναν περισσότερο το αίσθημα ανησυχίας και ανασφάλειας που ήδη επικρατούσε με αποτέλεσμα η έκρυθμη αυτή κατάσταση να γίνει αιτία για την επανάσταση του αγροτικού τομέα.  Καθώς ήταν αναμενόμενο οι μη οργανωμένες αγροτικές επαναστάσεις, τόσο των Γάλλων όσο και των Άγγλων, αναχαιτίστηκαν.  Στην ιστορία της Αγγλίας όμως έμεινε ως η μεγαλύτερη επανάσταση χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων.  (Ράπτης, 1999, 111-112˙ Berstein Milza, 1997, 224)

Το τέλος του Εκατονταετούς πολέμου, οδηγεί τις δύο κυρίαρχες χώρες, Αγγλία και Γαλλία, σε μια παρατεταμένη εξάντληση και αδυναμία εκχωρώντας τα πρωτεία στην Ισπανία, η οποία εξελίχθηκε σε κραταιά χώρα της Δύσης.  Η Ισπανία ήταν ένα πρωτοποριακό κράτος με πλούτο και τεράστια οικονομική ανάπτυξη.  Οι πόλεμοι για την ισπανική ανακατάληψη ανεστάλησαν το 1248 με την εκπαραθύρωση των Αράβων οι οποίοι εκτοπίστηκαν στην Γρανάδα.  Τα δύο δυναστικά βασίλεια, της Καστίλης και της Αραγονίας εξαπλώθηκαν σημαντικά στο διάστημα 13ου-15ου αιώνα.  Η Καστίλη γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη στο πλαίσιο των εξαγωγών μαλλιού στην Ευρώπη καταφέρνοντας να γίνει ο κύριος εξαγωγέας και η Αραγονία στα τέλη του 15ου αιώνα κατάφερε να έχει υπό την κυριαρχία της τη Βαρκελώνη (τη μεγαλύτερη ιβηρική πόλη) και τη Νεάπολη (τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή πόλη).  Η ολοκλήρωση της ανακατάληψης της Ισπανίας συνέπεσε χρονικά με την έναρξη της επέκτασης των Ισπανών στον κόσμο μέσω των πρώτων ταξιδιών.  Το 1496, ο γάμος μεταξύ των διαδόχων των θρόνων των δύο βασιλείων, Φερδινάνδου και Ισαβέλλας, προκάλεσε την σύνδεση των βασιλείων διατηρώντας όμως το καθένα τους διαφορετικούς θεσμούς του.  (Ράπτης, 1999, 121-122˙Berstein Milza, 1997, 275˙Davies, 2009, 441-442)

Όπως αναφέραμε και παραπάνω, ο παπισμός κατά τη διάρκεια του 13ου αιώνα έφτασε στο αποκορύφωμα τόσο της εκκλησιαστικής όσο και της κοσμικής του δύναμης με τους πάπες να έχουν διαπρέψει ως ηγήτορες του δυτικού κόσμου.  Ο ύστερος μεσαίωνας όμως επιφύλασσε συν τοις άλλοις και μια θεσμική εκκλησιαστική κρίση.  Η διαμάχη ανάμεσα στον πάπα και τον βασιλιά Φίλιππο Δ’ τον Ωραίο κατέληξε σε παταγώδη ήττα της παποσύνης.  Ο πάπας έχασε τα στοιχεία της απόλυτης ανωτερότητας και η αποδυνάμωσή του αυτή έδωσε την ευκαιρία στις μοναρχίες για περισσότερη αυτονομία.  Το 1305 ο Γάλλος βασιλιάς εγκατέστησε τον νέο πάπα στην Αβινιόν.  Η παπική έδρα της δυτικής χριστιανοσύνης παρέμεινε εκεί μέχρι το 1377 ενώ ένα χρόνο μετά επέστρεψε στη Ρώμη.  Το κονκλάβιο εξέλεξε τον Ιταλό Ουρβανό ΣΤ’ ως προκαθήμενο, όμως εκείνος προσπαθώντας να περιορίσει τις εξουσίες των καρδιναλίων καθώς και τα προνόμια αυτών προκάλεσε την αντίδρασή τους.  Αποτέλεσμα ήταν να ακυρώσουν την εκλογή του και να εκλέξουν νέο πάπα τον Κλήμη Ζ’.  Ο Ουρβανός αρνούμενος να παραδώσει το παπικό αξίωμα ανάγκασε τον Κλήμη να καταφύγει στην Αβινιόν.  Το Μεγάλο Σχίσμα της Εκκλησίας διήρκεσε 40 έτη, διχάζοντας την δυτική χριστιανοσύνη ανάμεσα σε δύο πρωτεύουσες και δύο πάπες.  Η Σύνοδος της Κωνσταντίας το 1418 έδωσε τη λύση με την καθαίρεση των δύο παπών και την εκλογή ενός νέου πάπα του Μαρτίνου Ε’, εδρεύοντας και πάλι στη Ρώμη.   (Ράπτης, 1999, 114-115˙ Berstein Milza, 1997, 243-245)

Τα ιταλικά κράτη την περίοδο από τον 14ο έως τον 15ο αιώνα ήρθαν αντιμέτωπα με εσωτερικές πολιτικές αναστατώσεις καθώς και ακατάπαυστες συγκρούσεις λόγω των μεταξύ των εδαφικών διαφορών.  Η Συνθήκη του Λόντι στη Λομβαρδία το 1454 ήταν η αφετηρία μιας περιόδου ειρήνης ανάμεσα στις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις της Ιταλίας, η οποία επέτρεψε στους Ιταλούς να ζουν χωρίς τον τρόμο του πολέμου.  Μετά τη συνθήκη αυτή υπερίσχυσε η λεγόμενη ισορροπία των δυνάμεων, η οποία εκτός από τις διπλωματικές σχέσεις είχε να κάνει και με την εσωτερική κατάσταση που επικρατούσε στα ιταλικά κράτη.  Στη Βενετία το σύστημα διακυβέρνησης που εμφανίστηκε ήταν η εμπορική ολιγαρχία.  Κύριοι υποστηρικτές του διοικητικού αυτού συστήματος ήταν οι έμποροι.  Οι Βενετοί πρωτοστάτησαν στο υπερπόντιο εμπόριο.  Έχοντας ναυπηγήσει έναν ισχυρό στόλο επεξέτειναν την κυριαρχία τους πέρα από τις γειτονικές βορειοιταλικές πόλεις, στην Ανατολική Μεσόγειο στα νησιά του Ιονίου, στο Αιγαίο και στην Κρήτη.  Με την κατάκτηση της Κύπρου, η Βενετία κατείχε πλέον ολοκληρωτικά τον έλεγχο των εμπορικών θαλάσσιων δρόμων, οι οποίοι συνέδεαν την Εγγύς Ανατολή με την Ευρώπη. (Burns, 1983, 41-42˙ Παγκράτης, 2015, 23˙Ράπτης, 1999, 93-94)

Σημείο αναφοράς που άλλαξε τον ρου της ιστορίας της Ευρώπης ήταν οι μεγάλες ανακαλύψεις, οι οποίες είχαν άμεσες πολιτικές, πολιτισμικές και οικονομικές συνέπειες με τη διαρκή μετακύλιση του Ευρωπαϊκού πολιτισμικού και πολιτικού βάρους στις Ευρωπαϊκές χώρες που βλέπουν στον Ατλαντικό αλλά και την εισαγωγή μετάλλων που προκάλεσε πρωτοφανείς πληθωριστικές τάσεις στην οικονομία.  Ταυτόχρονα, τα συνεχή κατορθώματα των εξερευνητών σε συνδυασμό με την συσσώρευση χαρτογραφικών και γεωγραφικών γνώσεων δημιούργησαν στους Ευρωπαίους την επιθυμία αναζήτησης της αλήθειας κόντρα στο δόγμα με άμεση συνέπεια να κλονιστεί το μεσαιωνικό σύστημα αξιών και θρησκευτικών φρονημάτων. (Ράπτης, 1999, 138˙ Berstein Milza, 1997, 291)

Έπειτα από τις ανακαλύψεις ένας άλλος βασικός επιδραστικός παράγοντας ήταν η Μεταρρύθμιση.  Η Δυτική Χριστιανοσύνη διασπάστηκε σε προτεστάντες και καθολικούς και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την κατάρρευση της εξουσίας της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας αλλά και της μεσαιωνικής ενότητας της πίστης.  Ωστόσο πέρα από τη θρησκευτική σκοπιά, οι παράγοντες που συντέλεσαν στην υπερίσχυση του προτεσταντισμού στη Δυτική και Βόρεια Ευρώπη, ήταν το πρόσφορο πολιτικό πλαίσιο καθώς και τα σημαντικά οικονομικά οφέλη. Η προτεσταντική επανάσταση ήταν απόρροια δύο σημαντικών προόδων.  Αφενός της σταδιακής ανάπτυξης της εθνικής συνείδησης στα κράτη της Βόρειας Ευρώπης και αφετέρου της ανόδου της απολυταρχίας στην Γαλλία και στην Αγγλία.  Η ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης βάδιζε παράλληλα με την άνοδο της απολυταρχίας και των απόλυτων μοναρχών.  Αναπόφευκτα οι απαιτήσεις των βασιλέων για απόλυτη κυριαρχία θα είχαν ως συνέπεια την ρήξη με την Ρώμη.  Οι ηγεμόνες καθώς απεχθανόντουσαν τις παρεμβάσεις και διψώντας για απόλυτη κυριαρχία κατάφεραν να περιορίσουν την παπική εξουσία σε ότι είχε να κάνει με τους διορισμούς των επισκόπων καθώς απαγόρευσαν τις εφέσεις των αποφάσεων των αγγλικών δικαστηρίων στη Ρώμη. (Ράπτης, 1999, 146-147˙ Burns,1983, 127-128)

Οι ανακαλύψεις του 15ου και 16ου αιώνα συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου.  Η μεγάλη εισροή πολύτιμων μετάλλων καθώς και νέων ειδών κατανάλωσης συνέτειναν στην ανάκαμψη της οικονομίας.  Οι νέες οικονομικές συνθήκες έφεραν στην επιφάνεια την θεωρία του μερκαντιλισμού (εμποροκρατία).  Η έννοια του μερκαντιλισμού είχε πολλές διαφορετικές εκδοχές.  Μια δημοφιλής ήταν αυτή που υποστήριζε ότι η δύναμη μιας χώρας είχε να κάνει με τα αποθέματά της σε χρυσό.  Μια άλλη,  επικεντρωνόταν στην ενίσχυση των οικονομικών πηγών του κράτους (αποικιών, ναυσιπλοϊας κλπ) ενώ στρεφόταν εναντίον των εμπορικών ανταγωνιστών της.  Σε κάθε περίπτωση η θεωρία του μερκαντιλισμού δεν θα μπορούσε να ισχύσει χωρίς την άνοδο της απολυταρχίας. (Davies, 2009, 580-581˙Burns,1983, 162,174-175)

 

 

Οι μονάρχες της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Ισπανίας από τα τέλη του 15ου αιώνα κατάφεραν να διατηρήσουν τα βασίλειά τους ενωμένα καθώς ενίσχυσαν την εξουσία τους εξαλείφοντας τις κεντρόφυγες δυνάμεις.  Η επικράτηση της απολυταρχίας εδραιώθηκε μέσω της οργανωμένης πλέον γραφειοκρατίας, των νέων πηγών πλούτου αλλά και της συντήρησης μόνιμου και ισχυρού στρατού.  Όμως η απολυταρχία πέρα από ένα κρατικό μόρφωμα και σύστημα διακυβέρνησης χαρακτηρίστηκε ως ιδανικό.  Υπόδειγμα της απολυταρχίας για όλη την Ευρώπη ήταν η Γαλλία κατά την περίοδο της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΔ’.  Διατυπώνοντας το περιεχόμενο της απολυταρχίας με την χαρακτηριστική του φράση «L'État, c'est moi» («το κράτος είμαι εγώ») κατάφερε να προσωποποιήσει την απόλυτη μοναρχία.  Το σύστημα διακυβέρνησης της απόλυτης μοναρχίας που εφάρμοσε ο Λουδοβίκος ΙΔ’ γίνεται το ιδεώδες για τους άλλους μονάρχες της Ευρώπης.  Στον οικονομικό τομέα βασικός σκοπός ήταν η αύξηση πλούτου του βασιλιά και με γνώμονα τον μερκαντιλισμό αυτό επιτεύχθηκε αυξάνοντας τις εξαγωγές και ταυτόχρονα μειώνοντας τις εισαγωγές και παράλληλα ενισχύοντας την εγχώρια βιοτεχνική και αγροτική παραγωγή.  Έτσι η οικονομική ζωή καθορίστηκε από μια σειρά θεσμών, μέτρων και διατάξεων.  Την περίοδο της διακυβέρνησης του Λουδοβίκου ΙΔ’ οι ευγενείς της Γαλλίας εξασθένισαν στον πολιτικό τομέα, ανταμείφθηκαν όμως με παροχή σύνταξης καθώς και την υποδοχή τους στις Βερσαλλίες, τη λαμπρότερη αυλή της Ευρώπης.  Το διάστημα που μεσολάβησε από το 1715 έως και το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης καθορίστηκε από φαινόμενα αυθαιρεσιών και διαφθοράς, κακοδιαχείρισης και σπατάλης.  (Ράπτης, 1999, 182-185˙ Berstein Milza, 1997, 414)

Συνοψίζοντας, ο κλασικός Μεσαίωνας έκλεισε με εμφανή τα πρώτα σημάδια της οικονομικής κρίσης.  Ο ύστερος Μεσαίωνας, που ακολούθησε, σπιλώθηκε από συμφορές και μεγάλες πολιτικές αναταραχές.  Η επιδημία της πανώλης, ο λιμός καθώς και οι πόλεμοι συρρίκνωσαν τον πληθυσμό της Ευρώπης κατά το ήμισυ.  Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρουμε ότι παρά την κρίση ο 14ος αιώνας χαρακτηρίστηκε και ως εποχή προόδου ιδιαίτερα στις επιστήμες και τις τέχνες.  Ο 15ος και 16ος αιώνας ήταν η εποχή των νέων ανακαλύψεων όπου οι Ευρωπαίοι εξερευνώντας καινούριους εμπορικούς δρόμους κατάφεραν να ενισχύσουν την οικονομία των κρατών τους.  Η άνοδος του εμπορίου αλλά και η εκμετάλλευση υπερπόντιων αποικιών ήταν από τους σημαντικούς παράγοντες της ανάπτυξης της απολυταρχίας καθώς εξασφάλισαν στον βασιλιά νέες πηγές πλούτου.-

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1.      Ράπτης Kώστας, Γενική Ιστορία της Ευρώπης: Από τον 6ο έως τον 18ο αιώνα, τ. Α΄, ΕΑΠ, Πάτρα 1999.

2.      Berstein SergeMilza Pierre, Ιστορία της Ευρώπης, Από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στα ευρωπαϊκά κράτη 5ος-8ος αιώνας, τ. 1΄, Αλεξάνδρεια, 1997.

3.      Davies Norman, Ιστορία της Ευρώπης, τ. Α’, Νεφέλη, Αθήνα 2009.

4.      Παγκράτης Γεράσιμος, Ιστορία της Ιταλίας. Από τη Συνθήκη του Λόντι στην Ενοποίηση (1454-1870) [ηλεκτρ. βιβλ.], ΣΕΑΒ, Αθήνα 2015.

5.      E. Burns, Ευρωπαϊκή Ιστορία. Εισαγωγή στην Ιστορία και τον Πολιτισμό της νεότερης Ευρώπης, τ. Α’, Παρατηρητής, 1983.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Β' ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ | ΕΠΟ 22

  Β’ Γραπτή Εργασία | ΕΠΟ 22 – ΗΛΕ43     Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης εντοπίζουν την αφετηρία του φιλοσοφικού στοχασμού στο «θαυμάζειν». Σ...