Δευτέρα 1 Μαΐου 2023

Α' Γραπτή Εργασία | Πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: αίτια κατάρρευσης και μεταναστεύσεων & ανάλυση των κυριότερων βαρβαρικών βασιλείων | ΕΠΟ10

         Μελετώντας την Ευρωπαϊκή ιστορία, κατά την περίοδο από τον 4ο έως τον 7ο αιώνα, αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για μια περίοδο που διέπεται κυρίως από εκτεταμένες μετακινήσεις πληθυσμών, καθώς και από έντονες πολιτισμικές μεταβολές αλλά και κοινωνικές και οικονομικές αναδιαρθρώσεις.  Έχοντας ως ζητούμενο τον σχολιασμό των απόψεων που έχουν διατυπωθεί για το διάστημα που ακολούθησε την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε πολιτικό, κοινωνικό αλλά και πολιτισμικό επίπεδο, θα επιχειρήσουμε να εντοπίσουμε, καταρχήν τα κύρια αίτια της κατάρρευσης της αυτοκρατορίας αλλά και των μεταναστεύσεων και θα αναλύσουμε τα κυριότερα βαρβαρικά βασίλεια που δημιουργήθηκαν.  Εν συνεχεία, θα αναφερθούμε στο σύστημα διακυβέρνησης, τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες όπως αυτές διαμορφώθηκαν ύστερα από την ίδρυση των βαρβαρικών βασιλείων, καθώς και το ρόλο που έπαιξε την εποχή εκείνη ο Χριστιανισμός και η εκκλησία.

        Την περίοδο της ύστερης Αρχαιότητας και συγκεκριμένα τον 4ο αιώνα, οι βάρβαροι εμφανίστηκαν στα σύνορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.  Οι εισβολές πραγματοποιήθηκαν από δύο εντελώς διαφορετικά μέτωπα.  Αφ’ ενός τους γερμανικούς λαούς, που προέρχονταν από τη νότια Σκανδιναβία οι οποίοι, όπως θα δούμε, αποτέλεσαν την πλειοψηφία του «βαρβαρικού» πληθυσμού κατά τη ρωμαϊκή περίοδο και αφετέρου τους επονομαζόμενους νομάδες προερχόμενοι από τις στέπες της Κεντρικής Ασίας.  Οι γερμανικοί λαοί χωρίζονταν σε τρεις ομάδες.  Τη σκανδιναβική ομάδα (Δανοί, Νορβηγοί, Σουηδοί και Ισλανδοί), τη δυτικογερμανική ομάδα (Φρίσιοι, Φράγκοι, Αλαμανοί, Γιούτες, Άγγλοι και Σάξωνες πρόγονοι των Ολλανδών, Φλαμανδών, Άγγλων, νότιων Σκοτσέζων και μικρού μέρους Γάλλων και Γερμανών) και την ανατολικογερμανική ομάδα, που ήταν και οι κυρίως υπεύθυνοι και πρωτοστάτες της κρίσης της Δυτικής Αυτοκρατορίας.  Η τελευταία ομάδα απαρτιζόταν από τους Σουηβούς, τους Λομβαρδούς, τους Βουργουνδούς, τους Θουριγγίους, τους Βαυαρούς, τους Βάνδαλους, τους Γέπιδες και τους Γότθους.  Οι μεταναστεύσεις των λαών, άλλες φορές με βίαιο και άλλες με ειρηνικό τρόπο[1] σε όλη την έκταση της γηραιάς ηπείρου, συνετέλεσαν στη διάλυση του δυτικού τμήματος της Αυτοκρατορίας, με αποκορύφωμα το 476 τη λεηλασία και καταστροφή της αυτοκρατορία της Δύσης. (Berstein Milza, 1997, 31˙ Ράπτης, 1999, 23, 25)

           Μακριά από τα σύνορα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, μικρές και μεγάλες φυλές, βρίσκονταν σε διαρκή κίνηση κυρίως προς αναζήτηση καλύτερης γης.  Οι βασικές αιτίες της επιτάχυνσης αυτών των περιπλανήσεων κατά καιρούς, ήταν ο λοιμός και οι βίαιες επελάσεις νομάδων ιππέων από την Ανατολή.  Στο σημείο αυτό να αναφέρουμε ότι σε γεωπολιτικό επίπεδο η μετανάστευση ενός φύλου προκαλούσε αλυσιδωτές μετακινήσεις άλλων φύλων.  Ιδιαίτερα στις βίαιες μεταναστεύσεις παρατηρείται, το φαινόμενο της αλυσιδωτής αντίδρασης[2]. (Davies, 2009, 253˙ Ράπτης, 1999, 26)

            Όπως αναφέραμε και παραπάνω, κύριοι υπαίτιοι των εισβολών και των μετακινήσεων που είχαν ως αποτέλεσμα την κατάρρευση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και τη δημιουργία βαρβαρικών βασιλείων, ήταν οι γερμανικοί λαοί.  Μέχρι τα τέλη του 4ου αιώνα οι γερμανικές εισβολές ήταν ήπιες και δεν προκαλούσαν σοβαρά προβλήματα στους κατοίκους των συνόρων της Αυτοκρατορίας, καθώς οι τελευταίοι είχαν εξοικειωθεί πλέον με τους Γερμανούς και το διοικητικό τους σύστημα.  Η απότομη εισβολή των Ούννων τον 5ο αιώνα, ανέτρεψε την εύθραυστη ισορροπία που έως τότε είχε επιτευχθεί.  Οι Ούννοι κεντροασιατικής καταγωγής, τουρκόφωνοι έφιπποι νομάδες, ήταν οι βασικοί υπαίτιοι των βίαιων μετακινήσεων των γερμανικών φύλων και της επακόλουθης πτώσης της Δυτικής Αυτοκρατορίας. Ηγέτης των Ούννων ήταν ο Αττίλας (434-453) ο οποίος λεηλάτησε και τρομοκράτησε τόσο το Δυτικό όσο και το Ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας.  Το 451 ο Αττίλας ηττήθηκε στα Καταλαυνικά Πεδία της Καμπανίας, από τους συνασπισμένους Ρωμαίους και βαρβάρους οι οποίοι διοικούνταν από τον Ρωμαίο στρατηγό, Αέτιο.  Μέσα σε ένα χρόνο από το θάνατο του Αττίλα (453) επήλθε και η διάλυση των Ούννων.  Μετά από μερικές δεκάδες χρόνια οι Ούννοι εξαφανίστηκαν από την ιστορία, όχι όμως και από τη μνήμη των Ευρωπαίων.  Η παρουσία τους σφράγισε για πάντα την μετέπειτα εξέλιξη της Ευρώπης. (Ράπτης, 1999, 27˙ Berstein Milza, 1997, 34) 

Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στο πλαίσιο της ενίσχυσης της άμυνάς της σύναπτε συνθήκη (foedus) με τους εισβολείς οι οποίοι εγκαθίσταντο στα εδάφη της αυτοκρατορίας, με το καθεστώς του ομόσπονδου (φοιδεράτοι) έναντι της υποχρέωσης στράτευσης.  Η φιλοξενία (hospitalitas) που απολάμβαναν οι στρατιώτες περιλάμβανε εκχώρηση γης, εκμετάλλευση των δασικών εκτάσεων καθώς και τη χρήση δούλων. (Ράπτης, 1999, 27)

Το πρώτο βαρβαρικό βασίλειο που δημιουργήθηκε ήταν το Βησιγοτθικό.  Οι Βησιγότθοι (Δυτικοί Γότθοι) μετακινήθηκαν νότια προκειμένου να γλιτώσουν από τους Ούννους.  Εγκαταστάθηκαν στην Τουλούζη, η οποία έγινε η πρωτεύουσα του πρώτου γερμανικού βασιλείου σε ρωμαϊκό έδαφος.  Με το καθεστώς του ομόσπονδου, οι Βησιγότθοι απέκτησαν δικαιώματα φιλοξενίας σε κτήματα Ρωμαίων καθώς μπορούσαν να υπηρετήσουν στον ρωμαϊκό στρατό με τους δικούς τους αρχηγούς.  Με τον τρόπο αυτό εδραίωσαν την εξουσία τους και κυβέρνησαν μέχρι τις αρχές του 6ου αι. (Berstein Milza, 1997, 35˙ Ράπτης, 1999, 28˙ Nicholas, 1999, 98-99).

Το 406 η ρωμαϊκή εξουσία δέχτηκε άλλο ένα σοβαρό πλήγμα από τις εισβολές των Αλανών, Σουηβών, Αλαμανών, Βανδάλων και Βουργουνδών στη Γαλατία.  Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους, οι Βουργουνδοί σημείωσαν τη μεγαλύτερη επιτυχία, κυρίως λόγω της επίμονής τους.  Το πρώτο βουργουνδικό βασίλειο που δημιουργήθηκε ασπάστηκε τη χριστιανική θρησκεία με την αιρετική μορφή του αρειανισμού. Οι βουργουνδικές κατακτήσεις περιορίστηκαν στη Γερμανία και στη νοτιοανατολική Γαλατία, οι οποίες αναγνωρίστηκαν από τους Ρωμαίους.  Το 437, ύστερα από την ήττα τους από τους Ούννους, οι Ρωμαίοι τους εγκατέστησαν νοτιότερα, στις όχθες της λίμνης της Γενεύης.  Υιοθετώντας τον ρωμαϊκό πολιτισμό, το βουργουνδικό βασίλειο (474-516) επανασυγκροτήθηκε και έφτασε στο απόγειο της ισχύος του. (Ράπτης, 1999, 28˙ Nicholas, 1999, 103-104)

            Οι Οστρογότθοι, όντας υποτελείς στους Ούννους για μεγάλο χρονικό διάστημα, ανέκτησαν την ανεξαρτησία τους μετά το θάνατο του Αττίλα.  Το Οστρογοτθικό βασίλειο με βασιλιά τον Θεοδώριχο Α’ δημιουργήθηκε με έδρα τη Ραβέννα της Ιταλίας.  Ο Θεοδώριχος σεβόμενος τους ρωμαϊκούς θεσμούς, οργάνωσε μία αυλή στο πρότυπο της Κωνσταντινούπολης και υποστήριξε την ανανέωση του ρωμαϊκού πολιτισμού, καθώς επιβλήθηκε στους υπόλοιπους Γερμανούς βασιλείς της Δύσης, με εξαίρεση τους Φράγκους. (Ράπτης, 1999, 29˙ Berstein Milza, 1997, 39) 

            Στα τέλη του 5ου αιώνα, ο Χλωδοβίκος ή Κλόβις Α’, γίνεται βασιλιάς των φράγκικων φύλων με κύριο μέλημα να πολλαπλασιάσει τις κτήσεις του.  Εκμεταλλευόμενος τη θέση του ως φοιδεράτος δημιουργεί ένα μεγάλο βασίλειο, το επονομαζόμενο βασίλειο των Φράγκων ή Φράγκικο βασίλειο.  Αντιλαμβανόμενος το συμφέρον του από τον προσεταιρισμό με τους Γαλατο-Ρωμαίους επισκόπους, ο Κλόβις Α’ ασπάστηκε τον χριστιανισμό και στη συνέχεια οι υπήκοοί του ενστερνίστηκαν σύσσωμοι το δόγμα του ηγέτη τους.   Ο ασπασμός του χριστιανισμού του έδωσε κύρος έναντι των υπολοίπων, αρειανών στο δόγμα, Γερμανών βασιλιάδων.  Παρ’ όλα αυτά το βασίλειο του Κλόβη παρέμεινε ένα βαρβαρικό βασίλειο.  Με τον όρο αυτό εννοούμε ότι η πολιτική ζωή δεν στηριζόταν σε κάποιο θεσμοθετημένο πλαίσιο αποτελεσματικής διακυβέρνησης, παρά στην απόλυτη δικαιοδοσία του βασιλιά.  Μετά το θάνατο του Κλόβη, σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο, η διανομή των εδαφών του βασιλείου μοιράστηκε στους τέσσερις γιους του.  Οι αδελφοκτόνες συγκρούσεις που ακολούθησαν, προσέδωσαν δύναμη τόσο στην φραγκική αριστοκρατία όσο και στους μαγιορδόμους, οι οποίοι ήταν επικεφαλής της διοίκησης και κατείχαν ουσιαστική εξουσία εντός του βασιλείου.  Σύμφωνα με τους Berstein Milza «Η υποτιθέμενη ενότητα διατηρείται μόνο στο όνομα που δόθηκε σε αυτό το σύνολο: Regnum Francorum, το βασίλειο των Φράγκων.» (Ράπτης, 1999, 29˙ Berstein Milza, 1997, 40-41)

Οι Λομβαρδοί είναι η τελευταία μεγάλη γερμανική φυλή που εισήλθε στα εδάφη της πάλαι ποτέ Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.  Μέχρι το 600 είχαν κατακτήσει το μεγαλύτερο μέρος της Ιταλικής χερσονήσου και είχαν εξοστρακίσει τους Οστρογότθους.  Αν και οπαδοί του αρειανισμού, οι Λομβαρδοί ασπάστηκαν τον παπικό χριστιανισμό και ξεκίνησαν να συγκροτούν στοιχειώδη διοικητική γραφειοκρατία και να διαμορφώνουν το δικό τους πολιτισμό.  Πρωτεύουσα του Λομβαρδικού βασιλείου γίνεται η Παβία το 626, η οποία ύστερα από λιγότερο από δύο αιώνες θα γίνει μια λαμπρή πνευματική εστία της δυτικής Ευρώπης. (Ράπτης, 1999, 30˙ Berstein Milza, 1997, 44)

Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, δηλαδή ύστερα από την πτώση της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, διαμορφώθηκε μια νέα κοινωνική κατάσταση σε ευρωπαϊκό επίπεδο.  Η παρακμή των πόλεων ήταν απόρροια των ασταμάτητων επιδρομών και πολεμικών συγκρούσεων καθώς και της εξασθένισης των εμπορικών συναλλαγών.  Οι αδύναμοι στράφηκαν προς αναζήτηση προστασίας στους ισχυρούς μεγαλογαιοκτήμονες με αποτέλεσμα να συρρικνωθεί ο αστικός χώρος.  Οι πόλεις που γνώρισαν ανάπτυξη εκείνη την εποχή ήταν εκείνες που φιλοξένησαν τις  πρωτεύουσες των βαρβαρικών βασιλείων.  Η εξοικείωση των γερμανικών λαών με τη ζωή στην ύπαιθρο τους βοήθησε να υιοθετήσουν το ρωμαϊκό σύστημα villa, τη δημιουργία δηλαδή μιας τοπικής αγροτικής μικροκοινωνίας με κέντρο αναφοράς την έπαυλη του επαρχιώτη αριστοκράτη.   Οι Γερμανοί βασιλείς στηρίχθηκαν στην επαρχιακή αριστοκρατία για την στελέχωση της διοίκησής τους και αυτό λόγω της μεγάλης οικονομικής και πολιτικής δύναμης που διέθετε.  Στα βαρβαρικά βασίλεια που δημιουργήθηκαν ο βασιλιάς ήταν πρώτος μεταξύ ίσων και αυτό διότι για τα σημαντικά ζητήματα ζητούσε τη γνώμη του συμβουλίου του.  Οι επαρχιώτες αριστοκράτες λόγω του πλούτου και της μόρφωσης που διέθεταν διεκδικούσαν τα αξιώματα του κόμητα και του επισκόπου.  Στο πλαίσιο αυτό σταδιακά συγχωνεύτηκε η Γερμανική με την επαρχιακή αριστοκρατία και έτσι γεννήθηκε μια νέα τάξη αξιωματούχων ευγενών. (Ράπτης, 1999, 32)

Όσον αφορά το θεσμικό πλαίσιο, οι Γερμανοί βασιλείς αντικατέστησαν την αρχή της res publica – δηλαδή ενός κράτους υπεράνω του ατόμου – με μια μοναρχία η οποία χαρακτηρίστηκε απόλυτη, κληρονομική και πατρογονική.  Οι απόγονοι του βασιλιά, μετά το θάνατό του διένειμαν μεταξύ τους τα εδάφη του βασιλείου, σύμφωνα με το σαλικό νόμο.  Την εποχή εκείνη ήταν απολύτως φυσικό ο βασιλιάς να ζει και να κυβερνά με τα έσοδα που προέρχονταν από τις γαιοκτησίες του ή από πολεμικά λάφυρα.  Οι Γερμανοί δεν δέχονταν να πληρώνουν κεφαλικό φόρο διότι το θεωρούσαν υποτιμητικό.  Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εξασθένιση του ρωμαϊκού φορολογικού συστήματος, καθώς το μόνο αξιόλογο φορολογικό έσοδο προερχόταν από τα διόδια. (Berstein Milza, 1997, 47˙ Ράπτης, 1999, 32)

Κατά την περίοδο των μεταναστεύσεων ιδιαίτερη αντοχή επέδειξε η χριστιανική εκκλησία.  Τη στιγμή που η ρωμαϊκή διοίκηση παράκμαζε, η εκκλησία ήταν αυτή που σε πολλές περιπτώσεις πήρε τα ηνία με αποτέλεσμα οι επίσκοποι να μετατραπούν σε κοσμικούς ηγέτες.  Η υποβάθμιση της εκκλησίας κατά τον 6ο αιώνα οφείλεται στο γεγονός ότι οι βάρβαροι βασιλείς προκειμένου να εξασφαλίσουν οπαδούς και συγχρόνως να παρέχουν επικερδή αξιώματα στους πιστούς, διόριζαν οι ίδιοι τους επισκόπους.  Η κατακόρυφη πτώση του μορφωτικού επιπέδου καθώς και η υποχώρηση του θρησκευτικού αισθήματος ήταν οι κυριότερες συνέπειες της κρίσης της εκκλησίας και κατ’ επέκταση του επισκοπικού θεσμού.  Η άνοδος του μοναχισμού στη δύση, τον 6ο και 7ο αιώνα, μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια ένδειξη πνευματικής αναζωογόνησης.  Ωστόσο, η παπική εξουσία ήταν ιδιαίτερα περιορισμένη από τον 5ο έως τον 8ο αιώνα σε αντίθεση με τα μοναστήρια που ενισχύθηκαν σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. (Berstein Milza, 1997, 48-49˙ Ράπτης, 1999, 33-34)

Συνοψίζοντας, κατά τη διάρκεια των μεταναστεύσεων και συγκεκριμένα από τον 4ο έως τον 6ο αιώνα, παρατηρείται μια ριζική αλλαγή του δημογραφικού και πολιτικού χάρτη της Ευρώπης.  Οι συνέπειες της εγκαθίδρυσης των βαρβαρικών βασιλείων στα εδάφη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ήταν κυρίως η εγκατάλειψη των πόλεων καθώς και η παρακμή του εμπορίου.  Με την υιοθέτηση του συστήματος villa στα βαρβαρικά βασίλεια η επαρχιακή αριστοκρατία απέκτησε προνομιακή θέση, συγκεντρώνοντας μεγάλη οικονομική και πολιτική δύναμη, καθώς στελέχωσε την διοίκηση των Γερμανών βασιλέων.  Στο πλαίσιο της βασιλικής εξουσίας και διαδοχής, οι βασιλείς εγκαθίδρυσαν μια απόλυτη, κληρονομική και πατρογονική μοναρχία με αποτέλεσμα οι ρωμαϊκές παραδόσεις να ατονήσουν, σε συνδυασμό με το φορολογικό σύστημα το οποίο αποδυναμώθηκε από την μη καταβολή των φόρων.  Ο ρόλος της χριστιανικής εκκλησίας στα ταραχώδη χρόνια των μεταναστεύσεων ήταν ιδιαίτερα σημαντικός. Στην πορεία όμως εξασθένισε λόγω της πρόθεσης των βασιλέων να εγκαθιστούν υποστηρικτές τους στα επισκοπικά και ιερατικά αξιώματα, με αποτέλεσμα τον καταποντισμό του μορφωτικού επιπέδου και παράλληλα την πτώση του θρησκευτικού αισθήματος.  Ως ένδειξη ανανέωσης μπορεί να χαρακτηριστεί η ανάπτυξη του μοναχισμού, τη στιγμή που και η παπική κυριαρχία παρέμενε περιορισμένη.

Εν κατακλείδι, η πολυεπίπεδη παρακμή και ο πνευματικός μαρασμός, από τα μέσα του 6ου έως τα μέσα του 8ου αιώνα, συνέβαλαν στην αρχή του τέλους της Μεροβίγγειας δυναστείας, την οποία θα διαδεχόταν μετέπειτα η Καρολίγγεια Αυτοκρατορία του Καρλομάγνου.-

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1.    Ράπτης K., «Γενική Ιστορία της Ευρώπης», τ. Α΄, ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σελ. 21-34.

2. Berstein S. – Milza P., «Ιστορία της Ευρώπης, Από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στα ευρωπαϊκά κράτη 5ος-8ος αιώνας», τ. 1΄, ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, 1997, σελ. 23-48.

3.    Nicholas D., «Η εξέλιξη του Μεσαιωνικού κόσμου – Κοινωνία, διακυβέρνηση και σκέψη στην Ευρώπη, 312-1500», ΜΙΕΤ, Αθήνα 1999, ΚΕΦ. Γ’.

4.    Davies N., «Ιστορία της Ευρώπης», τ. Α’, ΝΕΦΕΛΗ, Αθήνα 2009, ΚΕΦ.IV.



[1] Σύμφωνα με το Nicholas, μέχρι τα τέλη του 4ου αιώνα οι περισσότερες μετακινήσεις των Γερμανών στο εσωτερικό της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας δεν ήταν εισβολές, αλλά μια αργή μετακίνηση μικρών, χαλαρά οργανωμένων φυλών. (D.Nicholas, 1999, 89)

[2] Σύμφωνα με τον Davies, Όπως το τελευταίο βαγόνι ενός τρένου στις διασταυρώσεις των σιδηροτροχιών, έτσι και η τελευταία φυλή στο δυτικό άκρο της αλυσίδας θα μετακινούνταν από τη σταθερή της θέση με βίαιο τρόπο. (N.Davies, 2009, 253-255)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Β' ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ | ΕΠΟ 22

  Β’ Γραπτή Εργασία | ΕΠΟ 22 – ΗΛΕ43     Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης εντοπίζουν την αφετηρία του φιλοσοφικού στοχασμού στο «θαυμάζειν». Σ...