Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2023

Δ' Γραπτή Εργασία: Υπαρξιακές αναζητήσεις και συνειδησιακοί αντικατοπτρισμοί στη μοντερνιστική γραφή | ΕΠΟ 21

         Από τα μέσα του 19ου αιώνα, εποχή της αστικοποίησης και του επιστημονισμού, ο καλλιτεχνικός κόσμος είχε ήδη στρέψει το βλέμμα προς ένα νέο αισθητικό ιδεώδες που εξεφράσθη με τη μορφή του ρεαλισμού, ως αντίδραση στην υπερβολή του ρομαντισμού της εποχής, καταγράφοντας την πραγματικότητα, χωρίς ίχνος εξωραϊσμού ή εξιδανίκευσης, εστιάζοντας το ενδιαφέρον στην καθημερινότητα και σκιαγραφώντας την σχέση ατόμου-κοινωνίας.

Φτάνοντας στα τέλη του αιώνα, και καθώς κυριαρχεί πλέον ένα αίσθημα κορεσμού για το μαζικό και κοινότοπο, δημιουργείται η ανάγκη για ένα νέο και διαμέτρου αντίθετο αίτημα, αυτό της επιδίωξης της ομορφιάς στην ζωή και την τέχνη.  Η ανάγκη αυτή δημιουργείται, κυρίως, ως αντίδραση στην αντικειμενική πραγματικότητα και τον προσποιητό πουριτανισμό της αστικής κοινωνίας.

Τα καλλιτεχνικά ρεύματα που εμφανίζονται στα τέλη του 19ου αιώνα είναι ο αισθητισμός, ο συμβολισμός και η παρακμή.  Τα τρία αυτά ρεύματα, χαρακτηρίζονται από σύμπνοια απόψεων, διαθέτουν ρευστά όρια ενώ η επίδραση που ασκούν στους συγγραφείς της περιόδου είναι σχεδόν ταυτόχρονη.[1]

 

Συμβολισμός | Αισθητισμός | Παρακμή

Το καλλιτεχνικό ρεύμα του συμβολισμού, Γαλλικής προελεύσεως, δημιουργείται ως αντίδραση στον ρεαλισμό και νατουραλισμό, ρεύματα που προηγούνται χρονικά και επιχείρησαν να συλλάβουν την πραγματικότητα με απόλυτα πιστό τρόπο.  Ο συμβολισμός πρεσβεύει ότι ο σκοπός της τέχνης είναι να εκφράσει την απόλυτη αλήθεια προσεγγίζοντάς την με έμμεσο τρόπο.  Η πραγματικότητα της καθημερινότητας που βιώνουμε είναι απατηλή σε σχέση με το αληθινό αόρατο απόλυτο, που μόνο μέσω της τέχνης και ιδιαίτερα της ποίησης μπορούμε να συλλάβουμε.  Ο συμβολισμός αντιπαραβάλει την πνευματικότητα, τη φαντασία και το όνειρο ως αναπόσπαστο μέρος της καλλιτεχνικής δημιουργίας.  Οι συμβολιστές γράφουν χρησιμοποιώντας εικόνες και αντικείμενα με συμβολική έννοια, προκρίνοντας την φαντασία και την πνευματικότητα ενώ επιδιώκουν την ασάφεια και τη μεταφορά.[2]

Μέσα στον συμβολισμό, αναπτύσσεται η παρακμή με κύριο εκπρόσωπο τον Ρεμπώ.  Κατά τον ίδιο, ο ποιητής διαθέτει ανώτερες, έμφυτες ικανότητες από έναν συμβατικό άνθρωπο.  Κάνοντας χρήση αυτών των ενορατικών δυνατοτήτων και με τη βοήθεια της γλώσσας καταφέρνει να συνδυάζει με ιδιαίτερο τρόπο τις λέξεις και να δημιουργεί πρωτότυπες εικόνες της φαντασίας του και έτσι καταφέρνει να ξεφεύγει από την πεζή καθημερινότητα.[3]

Την ίδια χρονική περίοδο με τον συμβολισμό εμφανίζεται στη Βρετανία το ρεύμα του αισθητισμού, το οποίο έχοντας ρομαντικές ρίζες αντιδρά στον ρεαλισμό.  Ανήκοντας στην βικτωριανή αντίδραση, ο αισθητισμός πρεσβεύει ότι η τέχνη καλείται να εκφράσει τον ίδιο της τον εαυτό.  Παρακάμπτοντας ζητήματα ηθικής και αλήθειας, ο καλλιτέχνης αφοσιώνεται στην τέχνη καθαυτή, υπηρετώντας το αισθητικό δόγμα του Γκωτιέ «η τέχνη για την τέχνη».[4]

***

Στην ποίηση του Γάλλου Σαρλ Μπωτλαίρ διακρίνεται η αναζήτηση του ωραίου.  Η ποιητική συλλογή του με τίτλο «Τα άνθη του κακού» δημιουργεί σκάνδαλο καθώς ερμηνεύει τη μοντέρνα συνείδηση.  Η ποίηση είναι αστική καθώς αναφέρεται στην ζωή των προσώπων της μεγαλούπολης, αλλά το κύριο θέμα ανάλυσης είναι η ψυχική κατάσταση του ποιητή.  Ο δυισμός είναι το κύριο χαρακτηριστικό του έργου και αποτυπώνεται ξεκάθαρα στον τίτλο.  Η διττή στάση είναι κυρίαρχη σε ότι αφορά την ομορφιά και την ασχήμια, το καλό και το κακό.  Την ανακαλύπτει τόσο στο ωραίο, στο ηθικό και στο καλό όσο και στο ανήθικο, το τεχνητό, το σατανικό του αστικού κόσμου.  Με το έργο του ο Μπωντλαίρ καταφέρνει να διαμορφώσει μια νέα έκφραση αφομοιώνοντας την ουσία του αισθητισμού, καθορίζοντας την λογοτεχνική ευαισθησία του συμβολισμού και της παρακμής και προετοιμάζοντας την εκδήλωση του νεωτερισμού.[5]

Νεωτερική Ποίηση | Μοντερνισμός

Από τα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι τις αρχές του 20ου, είναι κυρίαρχο το αίσθημα της ρήξης με το παλαιό.  Το ποικίλο και πολυμέτωπο ρεύμα του μοντερνισμού εκφράζει την αισθητική της νεωτερικότητας, υιοθετώντας τη λατρεία για το νέο στοιχείο και προβάλλοντας το αίτημα για πρωτοτυπία και ριζική ανανέωση στην τέχνη.  Ο μοντερνισμός διαχωρίζεται σε διάφορες εκφάνσεις που εκπροσωπούνται είτε από μεμονωμένους συγγραφείς, είτε από συγγραφικές ομάδες, οι οποίες αποκαλούνται πρωτοπορίες.[6]

Ο κορυφαίος μοντερνιστής ποιητής Τ.Σ. Έλιοτ υποστηρίζει ότι μια ατομική, νεωτερική δημιουργία εφόσον συνδυαστεί με την λογοτεχνική παράδοση θα καταφέρει να την αναδιαμορφώσει.  Αυτή είναι η λεγόμενη διακειμενικότητα.  Από την άλλη η θέση της πεζογράφου Β. Γούλφ είναι «νέες μορφές για τις νέες αισθήσεις», θέλοντας να υποστηρίξει ότι η τέχνη οφείλει να διατυπώσει το παρόν και να αφήσει πίσω τις παραδοσιακές τεχνικές συγγραφής.[7]

Με τον καλλιτεχνικό όρο πρωτοπορία αναφερόμαστε σε αντισυμβατικά, ριζοσπαστικά και περιθωριοποιημένα κινήματα, τα οποία εξαπλώνονται μέσω πρωτόγνωρων ακτιβιστικών δράσεων για την ευρωπαϊκή τέχνη και λογοτεχνία (συγγραφή μανιφέστων, ίδρυση περιοδικών, παρεμβάσεις στην πολιτική και πολιτιστική ζωή κ.α.).  Οι πρωτοπορίες τάσσονται εναντίον της παράδοσης και η ριζοσπαστικότητά τους έγκειται στο γεγονός ότι διακυβεύεται το τι είναι τέχνη καθώς αμφισβητείται με ιδιαίτερη ένταση ολόκληρο το καλλιτεχνικό εγχείρημα.[8]

Φουτουρισμός |Ντανταϊσμός | Υπερρεαλισμός

Ένα άλλο κίνημα που εξαπλώθηκε και επηρέασε πολλές μορφές τέχνης αλλά και τη λογοτεχνία ήταν ο φουτουρισμός (ελλ. Μελλοντισμός).  Οι φουτουριστές ενδιαφέρονται αποκλειστικά για το μέλλον και γοητεύονται από κάθε έκφανση νεωτερικότητας.  Εξυμνούν την τεχνολογία, την ταχύτητα, τον ηλεκτρισμό και το εργοστάσιο – στοιχεία μοντερνισμού της εποχής ενώ περιφρονούν οτιδήποτε παραδοσιακό, καλλιτεχνικής ή ιστορικής φύσης π.χ. τα μουσεία, τα μνημεία και το ονομάζουν με μια λέξη «παρελθοντισμό».[9]

Στη συνέχεια ο ντανταϊσμός, καλλιτεχνικό κίνημα αισθητικής αναρχίας, αναπτύσσεται μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και χαρακτηρίζεται από επιτηδευμένο παραλογισμό και κυρίως απόρριψη των βασικών ιδανικών της τέχνης.  Εκτός των άλλων, οι θέσεις του ντανταϊσμού είχαν να κάνουν με την διαμαρτυρία ενάντια στην βαρβαρότητα του πολέμου.  Πολλοί συνοδοιπόροι του ιδρυτή του κινήματος Τριστάν Τζαρά, αργότερα εντάσσονται στο κίνημα του υπερρεαλισμού που ακολουθεί.

Τέλος, ο υπερρεαλισμός ή σουρεαλισμός, ήταν το κίνημα που άνθισε την περίοδο του μεσοπολέμου.  Κοινό σημείο του με τον ντανταϊσμό ήταν η φρίκη του πολέμου και κατ’ επέκταση η απέχθεια για την κοινωνία που δεν κατάφερε να τον αποτρέψει.  Επαναστατικό κίνημα από τη φύση του, επιδιώκει ριζοσπαστικές αλλαγές στο χώρο της τέχνης και της σκέψης.  Η αναθεώρηση των αξιών της ανθρώπινης ζωής ήταν η πρόταση των μελών του υπερρεαλισμού, διερευνώντας το ασυνείδητο και την απελευθέρωση της φαντασίας μέσω του «αυτοματισμού».[10]

~~~

 

ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

Luigi Pirandello, Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα

Στο απόσπασμα του Πιραντέλλο βλέπουμε την ενσάρκωση του «θέατρο εν θεάτρω».  Η σκηνή του θεάτρου παραπαίει συνεχώς μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης. Οι ηθοποιοί αναζητούν τον συγγραφέα τους που υποτίθεται τους άφησε στη μέση της παράστασης ενώ συνεχίζουν να παίζουν τους ρόλους τους ή μήπως να ζουν τη ζωή τους; (Πατέρας: Να σας κάνω μονάχα να δείτε πως αν εμείς δεν έχομε άλλη πραγματικότητα έξω από την ψευδαίσθηση, καλό θάταν και σεις να μην πιστεύετε πολύ στην πραγματικότητά σας … γιατί είναι μοιραίο…να ‘ναι κι αυτή αύριο μια ψευδαίσθηση)[11].  Μπορούμε να πούμε ακόμα πως μοιάζει με ένα παιχνίδι εξουσίας, καθώς το «εγώ» του ενός προσπαθεί να ακυρώσει το «εγώ» του άλλου (Θιασάρχης: Τι θα πει ποιος είμαι;… Είμαι εγώ! – Πατέρας: Κι αν σας έλεγα πως αυτό δεν είναι αλήθεια, και πως είστε εγώ;).[12]  Ο κάθε χαρακτήρας προτείνει την δική του αλήθεια και υποστηρίζει ότι αυτό είναι το αληθινό και το πραγματικό.  Σε όλο το απόσπασμα κυριαρχεί διάχυτη αμφιβολία.  Αμφιβολία για το ποιος είναι ο συγγραφέας, ποιοι στ’ αλήθεια είναι ηθοποιοί, εάν μπορούν να είναι κάποιοι ή να έχουν μόνο θεατρική υπόσταση (…ένα θεατρικό πρόσωπο μπορεί πάντα να ρωτήσει έναν άνθρωπο ποιος είναι.  Γιατί το θεατρικό πρόσωπο έχει μια συγκεκριμένη δική του ζωή – είναι πάντα «κάποιος». Ενώ ένας άνθρωπος … μπορεί να είναι «κανείς»).[13]  Ο συγγραφέας τέλος, θέτει τα υπαρξιακά του ερωτήματα περί ζωής και τέχνης.  Άραγε η τέχνη μιμείται τη ζωή ή η ζωή την τέχνη;

 

André Gide, Οι κιβδηλοποιοί και το Ημερολόγιο των Κιβδηλοποιών

Ο Εδουάρδος παρουσιάζεται να γράφει ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Οι Κιβδηλοποιοί», κύριος χαρακτήρας του οποίου είναι ένας μυθιστοριογράφος που προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί από την πραγματικότητα.  Είναι ξεκάθαρο ότι πρόκειται για ένα αυτοαναφορικό έργο, ένα «Μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα».  Εδώ παρατηρείται και το σημείο σύγκλισης με το απόσπασμα του Πιραντέλλο που αναλύσαμε πιο πάνω.  Το έργο γίνεται θέμα του ίδιου του έργου.

Ο συγγραφέας, ο Εδουάρδος που φέρεται ως alter ego του Ζίντ, σχολιάζει τον εαυτό του και την λογοτεχνία.  Αναρωτιέται αν ο τίτλος είναι σωστός για μυθιστόρημα και μήπως δεν έπρεπε να τον ανακοινώσει ακόμα (Δεν είμαι βέβαιος αν «οι κιβδηλοποιοί» είναι καλός τίτλος… παράλογη αλήθεια αυτή η συνήθεια ν’αναγγέλεις τα έργα που «ετοιμάζονται», για να δελεάζης τους αναγνώστες)[14].  Ως κύριο θέμα του μυθιστορήματος είναι η διαφορά ανάμεσα στο δίπολο αλήθεια-ψέμα ή αλλιώς το «κίβδηλο-αυθεντικό» αναφορικά με τα συναισθήματα και τις σχέσεις των χαρακτήρων. Τέλος, η γυναίκα παρουσιάζεται προδομένη και χωρίς προσδοκίες ενώ ο γάμος ως μια βασανιστική σχέση χωρίς ίχνος αξιοπρέπειας (δεν το φοβούμαι για τη Λώρα, αν παντρευτεί τον Φελίξ Ντουβιέ, όπως τη συμβουλεύουν η λογική, η οικογένειά της κι ο ίδιος εγώ)[15].

ÿÿÿ

 

Στη λογοτεχνία του μοντερνισμού συναντάμε πολύ συχνά ως βασικό ζήτημα την αστάθεια της ταυτότητας του ανθρώπινου υποκειμένου.  Το άτομο της σύγχρονης κοινωνίας, συνήθως βρίσκεται σε κατάσταση υπαρξιακής σύγκρουσης, με μια εν εξελίξει αέναη πάλη μεταξύ υποσυνείδητου και ασυνείδητου.-

 


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

1.     Α. Βλαβιανού, Γ. Γκότση, Κ. Καρακάση, Δ. Καργιώτης, Θ. Κατσικάρος, Ι. Πιπινιά, Δ. Προβατά, Α. Σπυροπούλου, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας από τις αρχές του 18ου έως τον 20ό αιώνα, τ. Β΄, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 2008.

 

2.     André Gide, Οι κιβδηλοποιοί και το Ημερολόγιο των Κιβδηλοποιών (μυθιστόρημα) μτφρ. Άρης Δικταίος, Δωδώνη, Αθήνα 1977: κεφ. 8 "Ο Εδουάρδος γυρίζει στο Παρίσι. Το γράμμα της Λώρας", κεφ. 11 "Ζορζ Μολινιέ" (αποσπάσματα), στο Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας. Ανθολόγιο Λογοτεχνικών Κειμένων, φιλολογική επιμ. Αντιγόνη Βλαβιανού, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 2008.

 

3.     Luigi Pirandello, Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα, μτφρ. Αλέξης Σολωμός, περιοδικό Θέατρο, Αθήνα 1960: Πράξη Γ΄ (απόσπασμα), στο Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας. Ανθολόγιο Λογοτεχνικών Κειμένων, φιλολογική επιμ. Αντιγόνη Βλαβιανού, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 2008.



[1] Α. Βλαβιανού, Γ. Γκότση, Κ. Καρακάση, Δ. Καργιώτης, Θ. Κατσικάρος, Ι. Πιπινιά, Δ. Προβατά, Α. Σπυροπούλου, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, τ. Β΄, ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σ.199

[2] Ο.π., σ. 212

[3] Ο.π., σ. 209

[4] Ο.π., σ. 205-206

[5] Ο.π., σ. 200-201

[6] Ο.π., σ. 240

[7] Ο.π., σ. 241

[8] Ο.π., σ. 275-276

[9] Ο.π., σ. 277-278

[10] Ο.π., σ. 280-283

[11] L. Pirandello, Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα, μτφρ. Αλέξης Σολωμός, περιοδικό Θέατρο, Αθήνα 1960: Πράξη Γ΄ (απόσπασμα), στο Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας. Ανθολόγιο Λογοτεχνικών Κειμένων, φιλολογική επιμ. Αντιγόνη Βλαβιανού, ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σ.366

[12] Ο.π., σ.365

[13] Ο.π., σ.365

[14] A. Gide, Οι κιβδηλοποιοί και το Ημερολόγιο των Κιβδηλοποιών (μυθιστόρημα) μτφρ. Άρης Δικταίος, Δωδώνη, Αθήνα 1977: κεφ. 8 "Ο Εδουάρδος γυρίζει στο Παρίσι. Το γράμμα της Λώρας", κεφ. 11 "Ζορζ Μολινιέ" (αποσπάσματα), στο Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας. Ανθολόγιο Λογοτεχνικών Κειμένων, φιλολογική επιμ. Αντιγόνη Βλαβιανού, ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σ. 379

[15] Ο.π., σ. 378

Γ' Γραπτή Εργασία: Ο ποιητής και ο κόσμος | ΕΠΟ 21

            Στην αυγή του 18ου αιώνα η εικόνα της δυναμικής και εξωστρεφούς Ευρώπης δείχνει να παγιώνει την παγκόσμια κυριαρχία της, ενώ την ίδια στιγμή ο Ευρωπαϊκός χώρος χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη ανομοιομορφία.  Από τη μια, τα Ευρωπαϊκά κράτη βαίνουν άμεσα σε διαφοροποίηση πολιτικού συστήματος, διαχωρίζοντας κοινωνικές τάξεις και διαμορφώνοντας εθνικό φρόνημα, από την άλλη το ηπειρωτικό κομμάτι παραμένει ακόμα εγκλωβισμένο υπό τον ζυγό της φεουδαρχίας.[1]

Ο Διαφωτισμός, το φιλοσοφικό κίνημα της εποχής, ήταν αποτέλεσμα της καρτεσιανής ορθολογιστικής φιλοσοφίας του προηγούμενου αιώνα, η οποία είχε ήδη καταφέρει να κάνει τον σύγχρονο Ευρωπαίο να αναπτύξει κριτικό πνεύμα.  Απώτερος σκοπός των υποστηρικτών του Διαφωτισμού ήταν να γαλουχηθεί ο νέος, σκεπτόμενος άνθρωπος, με τη βοήθεια της κριτικής σκέψης, δίνοντάς του την ευκαιρία να ζήσει ευτυχισμένος.  Η λέξη διαφωτισμός, τονίζει το τέλος των σκοτεινών χρόνων και τον ερχομό του φωτός.  Τα κύρια χαρακτηριστικά της εποχής του Διαφωτισμού είναι η κριτική σκέψη και η αμφισβήτηση των έως τότε αντιλήψεων και αξιών.  Η νέα οπτική έρχεται να ρίξει άπλετο φως στα, έως τότε, παγιωμένα και κοινώς αποδεκτά ζητήματα της θρησκείας, των πολιτικών θεσμών, της ηθικής αλλά και της λογοτεχνίας.    Τα δύο ιδεολογικά ρεύματα που εξέφρασε ο Διαφωτισμός και τα οποία διαμόρφωσαν τις απόψεις του 18ου αιώνα ήταν ο Ορθολογισμός και ο Φιλελευθερισμός.  Κατά το δεύτερο ήμισυ του αιώνα, το, καταδικασμένο από τους θεολόγους ως καταστρεπτικό, συναισθηματικό στοιχείο κάνει την εμφάνισή του στη λογοτεχνία.  Η νέα αυτή Ευρωπαϊκή συναισθηματική τάση όχι μόνο δεν απορρίπτει τις απόψεις του Διαφωτισμού, αλλά ουσιαστικά είναι απόρροια των ιδεών του.[2] 

Με τον καρτεσιανισμό να κυριαρχεί κατά το πρώτο ήμισυ του αιώνα, στο στόχαστρο της αμφισβήτησης έχει μπει, εκτός από τους πολιτικούς και θρησκευτικούς θεσμούς, και η λογοτεχνία.  Τα νέα εκφραστικά σχήματα με τα οποία πλέον εκφράζονται οι σκέψεις του διαφωτισμού αφήνουν την ποίηση στο περιθώριο.  Η λυρική ποίηση έχει ατονήσει ενώ η περιγραφή της φύσης στα ποιήματα παρουσιάζεται μόνο μέσα από συμβατικά μορφικά σχήματα έκφρασης.  Η σατιρική ποίηση του εμβληματικού συγγραφέα Αλεξάντερ Πόουπ δίνει μια διέξοδο στην ποιητική έκφραση της εποχής του Διαφωτισμού, μέσω της δεικτικής ειρωνείας με την οποία επικρίνει την μετριότητα των συναδέλφων του. 

Την ίδια περίοδο εμφανίζεται και ένα νέο είδος λυρικής ποίησης, με τους ποιητές να αντλούν έμπνευση από μια σκοτεινή φύση αναδεικνύοντας την μελαγχολία του θανάτου.  Κύριος εκφραστής του πένθιμου αυτού ενθουσιασμού που κατέκλεισε την Ευρώπη ήταν ο Γιουνκ, με το έργο του «Νύχτες», το οποίο χαρακτηρίζεται ως πηγή του μελαγχολικού ρεύματος και προάγγελος του Ρομαντισμού.[3]

Λίγα χρόνια αργότερα το επαναστατικού χαρακτήρα κίνημα «Θύελλα και Ορμή» έρχεται να «ταράξει» τα νερά, ως αντίδραση στον ορθολογισμό του Διαφωτισμού και καταφέρνει να έρθει σε ρήξη με το λογοτεχνικό κατεστημένο της εποχής.  Παρά την μικρή του διάρκεια κατάφερε να αλλάξει την πορεία της εξέλιξης της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας ενώ στη Γερμανία απέκτησε και πολιτική χροιά με τα ζητούμενα να είναι η ελευθερία του ατόμου, η κοινωνική δικαιοσύνη και το τέλος της φεουδαρχίας.[4]  Ο Γιόχαν Χέρντερ εμπνευστής του κινήματος «Θύελλα και Ορμή» υποστηρίζει τον αυθορμητισμό και φυσικό χαρακτήρα της ποίησης και αυτό θα επιτευχθεί μόνον εφόσον ο ποιητής εκφράζει τα συναισθήματά του άμεσα και ελεύθερα, χωρίς τεχνικές μεθόδους.  Παρ’ όλα αυτά, η αίσθηση της ατομικότητας του κινήματος «Θύελλα και Ορμή» εξεφράσθη περισσότερο μέσω του επιστολικού μυθιστορήματος του Γκαίτε με το έργο «Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου», το οποίο πετυχαίνει ιδιαίτερα μεγάλη απήχηση στο νεαρό κοινό.  Το κείμενο αποτελείται από τα γράμματα που γράφει ο Βέρθερος στον φίλο του Βίλχελμ.  Ο λόγος χαρακτηρίζεται πλήρως συναισθηματικός, ενώ ο αυθεντικός εξομολογητικός τόνος καταφέρνει να κάνει τον αναγνώστη να ταυτιστεί απόλυτα με τον πρωταγωνιστή.[5]

Δέκα χρόνια αργότερα, ο Γκαίτε εγκαθίσταται στην Βαϊμάρη και αποστασιοποιείται από το κίνημα «Θύελλα και Ορμή».  Εκείνη την περίοδο πραγματοποιείται στροφή προς ένα νέο λογοτεχνικό ιδεώδες, αυτό του γερμανικού κλασικισμού.  Το παράφορο πάθος του κινήματος «Θύελλα και Ορμή» αντικαθίσταται από τη σύνεση και το μέτρο του γερμανικού κλασικισμού, παρουσιάζοντας ένα μοντέλο αρμονικής συνύπαρξης μεταξύ των ανθρώπων, εμπνευσμένο από τα αρχαιοελληνικά πρότυπα.[6]  Η φιλία του Γκαίτε με τον Σίλλερ θα καταφέρει να αλλάξει τον ρου της έως τότε λογοτεχνικής ιστορίας.  Το ιδανικό της εσωτερικής αρμονίας και ολοκλήρωσης  του ανθρώπου καταφέρνει να δώσει στο μυθιστόρημα ιδιαίτερη αξία και αίγλη, καθώς έως τότε παρέμενε στο περιθώριο ως αναξιοπρεπές λογοτεχνικό είδος.  Εκτός από το μυθιστόρημα όμως έχουμε την εμφάνιση της γερμανικής μπαλάντας, είδος το οποίο συνδυάζει λυρικά, δραματικά και επικά στοιχεία και πραγματεύεται κυρίως κάποια τραγική και μυστηριώδη ιστορία σε στίχους με ομοιοκαταληξία.[7] 

Στην εκπνοή του 18ου αιώνα συναντούμε τον Ζαν Ζακ Ρουσσώ, ο οποίος θεωρεί ότι ο άνθρωπος από τη φύση του είναι αγνός, ενώ η κοινωνία είναι αυτή που στην πορεία τον διαφθείρει και τον κάνει δυστυχισμένο.  Σε όλα τα έργα του Ρουσσώ συναντούμε αυτή την πεποίθηση με κορυφαίο το αυτοβιογραφικό του κείμενο Εξομολογήσεις.  Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η κριτική σκέψη και ο ορθολογισμός παραχωρούν τα σκήπτρα στο νέο σύστημα αξιών που είναι βασισμένο στο συναίσθημα.[8]

Είναι πασιφανές από τις παραπάνω αναφορές ότι το λογοτεχνικό ρεύμα του Ρομαντισμού, που άνθισε τον 19ο αιώνα, είχε τις ρίζες του στα τέλη του 18ου.  Οι ανανεωμένες ιδέες του αιώνα των Φώτων επέτρεψαν στο κίνημα του Ρομαντισμού να προσφέρει στη λογοτεχνία την εκφραστική ελευθερία που της αρμόζει.  Αφήνοντας πίσω τον ορθολογισμό του διαφωτισμού το κοινό στρέφεται προς το συναίσθημα, την ονειροπόληση, το μυστήριο και τη φαντασία.[9]

Η απαρχή της εποχής του ρομαντισμού ξεκινά με τις Λυρικές Μπαλάντες του Γουερντσγουέρθ όπου χρησιμοποιείται μια νέα πηγαία γλώσσα, η οποία απελευθερωμένη από τις συμβάσεις του προηγούμενου αιώνα καταφέρνει να εκφράσει «τον τρόπο με τον οποίο συνδέονται οι ιδέες μας σε κατάσταση δημιουργικής έξαψης»[10]. Ο ρομαντικός συγγραφέας διακατέχεται από έξαρση λυρισμού και επιδιώκει να εκμυστηρευτεί τα συναισθήματά του στον αναγνώστη του.  Δίνει διέξοδο στην ευαισθησία και παρουσιάζει ένα πλάσμα που βρίσκεται σε συνεχή ψυχική ανισορροπία ενώ επιθυμεί να επαναστατεί έναντι της κοινωνίας και του κόσμου.  Ο ρομαντικός λυρισμός είναι το αποτέλεσμα μιας αμιγώς προσωπικής έμπνευσης του ποιητή να εκφράσει το «εγώ» του σε σχέση με τον κόσμο. [11]

Οι ρομαντικοί καλλιτέχνες του 19ου παραπαίουν ανάμεσα στην αποθέωση ως αντικείμενα θαυμασμού και τον ακραίο πεσιμισμό που τους διακατέχει όταν διαπιστώνουν την αδυναμία τους να πραγματοποιήσουν τα θέλω τους για τα οποία επαναστατούν μέσα από τα κείμενά τους.  Αποτέλεσμα η απογοήτευση και η αποξένωση από τον κόσμο να είναι διάχυτα στα έργα τους ενώ έχουν την αίσθηση της πρόωρης γήρανσης.  Αυτή η ασφυκτική ψυχική κατάσταση συχνά τους οδηγεί σε αυτοκτονικές τάσεις καθώς θεωρούν τον βίαιος θάνατος ως λύτρωση.[12]

 

ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

Η ΜΟΙΡΑΣΙΑ ΤΗΣ ΓΗΣ, Schiller

Πρόκειται για γερμανική μπαλάντα του Schiller, μια και συνδυάζει στοιχεία λυρισμού, επικού και δραματικού στοιχείου.  Κυριαρχεί το αρχαιοελληνικό στοιχείο, το οποίο είναι αρχέτυπο της αρμονικής και ισορροπημένης συνύπαρξης των ανθρώπων σε μια κοινωνία.  Το ποίημα ξεκινά με τον Δία να μοιράζει την «πίτα» της γης στους ανθρώπους («Την γη λάβετε! … Δικιά σας είναι, ολοδικιά!»).  Επιθυμία του όμως είναι η ίση κατανομή αυτής «Κοιτάχτε όμως να τη μοιράσετε αδελφικά», καθώς η ισομοιρασμένη γη συνεπάγεται με μια ισορροπημένη κοινωνία.  Στους επόμενους στίχους αναλύοντας την μοιρασιά φαίνεται σαν να σκιαγραφεί την κοινωνία με τις ταξικές διαφορές της («νέος… γέρος… αγρότης… ευγενής… αββάς… έμπορος… βασιλιάς»).  Ο ρομαντικός ποιητής εμφανίζεται τελευταίος («Φτάνει ο ποιητής από μέρη απομακρυσμένα»), αφού έχει περάσει καιρός και η μοιρασιά έχει ολοκληρωθεί πιά.  Αφού αντιλαμβάνεται ότι πια δεν έχει μείνει τίποτα παραπονιέται στον Δία ότι τον ξέχασε και δεν του άφησε τίποτα.  Και ο θεός αποκρίνεται ότι δεν φταίει ο ίδιος που εκείνος έλειπε την ώρα της μοιρασιάς («να μην τα βάζεις τώρα με μένα») και ήταν χαμένος στην ονειροπόλησή του «στην χώρα των ονείρων είχες μείνει».  Το μυαλό του ποιητή όμως ταξίδευε στην αρμονική ουράνια ευτυχία, την οποία ονειρεύτηκε τόσο έντονα που ήταν σα να ζούσε εκεί και όχι στη γη («Μέθυσε τόσο που ξέχασε το γήινο κάθε τι»).  Και ο Δίας απαντά, αφού πια δεν έχει μείνει τίποτα γήινο για σένα ο ουρανός μου θα είναι πάντα δικός σου για να ζεις μέσα από τις ονειροπολήσεις σου («Όσο συχνά και να ‘ρχεσαι, για σένα ανοιχτός θα ‘ναι»).

Ο Schiller δείχνει να επιθυμεί αλληλεγγύη και ισότητα προς όλο τον κόσμο, ασχέτως ταξικής διαφοράς και ονειρεύεται μια ισότιμη κοινωνία, η οποία θα οδηγήσει τους ανθρώπους να ζουν ειρηνικά, αρμονικά και να μπορέσουν να ευτυχίσουν.  Το τέλος του ποιήματος αφήνει μια αίσθηση αισιοδοξίας για έναν καλύτερο κόσμο και μια κοινωνία ισότητας.

ΝΥΧΤΕΡΙΝΕΣ ΠΕΡΙΠΟΛΟΙ: 7η Νυχτερινή Περίπολος, Bonaventura

Οι Νυχτερινές Περίπολοι του Bonaventura είναι ένα κείμενο γερμανικού ρομαντισμού ιδιαίτερα ιδιόρρυθμο και προκλητικό.  Το καυστικό του περιεχόμενο σε συνδυασμό με το έντονο σατιρικό στοιχείο και την κοινωνική κριτική, μας κάνουν να αντιληφθούμε ότι πρόκειται για ένα έργο με διαφωτιστικές καταβολές που όμως συνδυάζονται με στοιχεία ρομαντισμού Στην 7η Νυχτερινή Περίπολο ο συγγραφέας γίνεται καθρέφτης της κοινωνίας μέσω του αυτοσαρκασμού («…ο διάβολος αυτοπροσώπως»).   Βλέπει τον κόσμο σαν («…ένα γενικό τρελοκομείο»), ενώ και ο ίδιος ο κόσμος τον αντιμετωπίζει σαν τρελό, όταν χλευάζοντας τα κοινωνικά ήθη και έθιμα γράφει έναν επικήδειο για ένα νεογέννητο («Να που τον ντύνουν για το πρώτο του φέρετρο») καθώς πιστεύει ότι είναι μάταιο κανείς να αναζητά ευτυχία σε αυτό τον κόσμο («Αχ, μόνο προτού γεννηθεί ζούσε, έτσι όπως υφίσταται η ευτυχία…»).  Η κοινωνία λοιπόν, νιώθει απειλή από εκείνον και τον φυλακίζει, για να τον ελευθερώσει όμως όταν πια δεν υπήρχαν οι πόροι για να τον συντηρούν («Εντέλει με απελευθέρωσαν όταν δεν υπήρχε πια κανείς να πληρώσει τα έξοδά μου»).  Αποκομμένος και απομονωμένος περιπλανιέται και ψάχνει κάπου να μείνει αλλά η μοιρασιά έχει γίνει και τελικά όχι δίκαια και εδώ περιγράφεται η ταξική διαφορά («δεν μπορούσα να βρω μια σπιθαμή γης για να εγκατασταθώ, αφού είχαν μοιράσει και διαμελίσει κάθε εκατοστό μεταξύ τους»).  Έτσι για να μπορέσει να επιβιώσει γίνεται τραγουδιστής και υμνεί τη βιαιότητα και την αιμοδιψία των ανθρώπων («Αγαπούν υπέρμετρα το αίμα»).  Η βία και τα φονικά είναι η αδυναμία των ανθρώπων και νιώθει όμορφα καθώς ψυχαγωγεί το κοινό του σκληραγωγώντας το («φρόντιζα να σκληραγωγώ τους ακροατές και τους μαθητές μου και να τους κάνω να συνηθίζουν τα αιματηρά περιστατικά»).

Ο Bonaventura μέσω της σάτιρας και του χλευασμού, καυτηριάζει τα κακώς κείμενα της κοινωνίας αλλά και της θρησκείας.  Το φανάρι του νυχτοφύλακα προσπαθεί να φωτίσει τα σκοτεινά σημεία της πόλης, που ίσως τελικά η κοινωνία να μην αντέχει την διαφάνεια και να τα επιθυμεί σκοτεινά.  Η αφήγησή του έχει μελαγχολικό τόνο και γενικώς δεν δείχνει να νιώθει αισιόδοξος για την ευτυχία και την ευημερία σε τούτο τον κόσμο, παρά μόνο για λίγους και εκλεκτούς.

ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ, Leopardi

Το κείμενο του Leopardi φαίνεται να διακατέχεται από μια ανεξάντλητη δίψα για διερεύνηση της αλήθειας που εκφράζει ο εκάστοτε συγγραφέας ή ποιητής μέσα από τα έργα του. Ο Leopardi φέρεται να ασκεί κριτική στους αναγνώστες για τη μη εμβάθυνση στην ανάλυση της ψυχολογίας του συγγραφέα του κειμένου.  Ένας αναγνώστης κατανοεί τι σημαίνει αλήθεια, όμως είναι ιδιαίτερα σημαντικό να αντιληφθεί ότι αυτό που διαβάζει είναι αληθινό.  Αυτό θα το πετύχει μόνο αν καταφέρει να νιώσει τα συναισθήματα του συγγραφέα την στιγμή που το γράφει («όποιος κατανοεί την αλήθεια χωρίς να τη νιώθει, κατανοεί τη σημασία της, αλλά δεν κατανοεί πως είναι αλήθεια») Από την άλλη ο συγγραφέας που χρησιμοποιεί περίτεχνα τη γλώσσα θα τύχει ιδιαίτερης εκτίμησης ακόμα και αν αυτά που λέει είναι μικρής αξίας («ο συγγραφέας που βάζει περισσότερη τέχνη στη διατύπωση των ιδεών του είναι πάντα αυτός που υπερέχει … κι ας έχουν οι ιδέες του μικρή αξία»).  Αντιθέτως κάποιος που γράφει με περισσότερο «ξύλινο» λόγο αλλά αναπτύσσει πρωτότυπες σκέψεις είναι αυτός που θα μείνει στο περιθώριο από το αναγνωστικό κοινό («ένας άλλος συγγραφέας λιγότερο προικισμένος στην τέχνη της γραφής μπορεί να έχει αναπτύξει πιο πυκνές και πρωτότυπες σκέψεις»).

Η θεωρία του συγγραφέα έχει να κάνει με την επιπόλαιη σκέψη του αναγνώστη σε σχέση με αυτό που διαβάζει.  Είναι φανερή η αδυσώπητη μάχη μεταξύ πραγματικότητας και προσδοκίας του συγγραφέα, κάτι που εντέλει τον κάνει να ρέπει προς τον ακραίο πεσιμισμό, νιώθοντας πλήρως απογοητευμένος από την κοινωνία.

Σε κοινωνικό επίπεδο πιστεύει ότι όταν ένας συγγραφέας προσπαθήσει να παρουσιάσει με καυστικό τρόπο τα τεκταινόμενα κακώς κείμενα, λέγοντας αλήθειες που θα περιγράφονται με σκληρά λόγια, αυτός θα απομονωθεί από το ευρύ αναγνωστικό κοινό, ενώ ένας συγγραφέας που θα μιλήσει με εξωραϊσμένο λόγο και θα ταχθεί υπέρ των θεσμών θα τύχει καλύτερης αποδοχής.

©      

Εν κατακλείδι, το ρεύμα του Ρομαντισμού, με κυρίαρχο στοιχείο την έμφαση στο συναίσθημα έναντι της μονόπλευρης κυριαρχίας της λογικής, κατάφερε να κάνει την ανατροπή και να συστήσει μια νέα διάσταση στην σύγχρονη πραγματικότητα της εποχής.  Το ρομαντικό κίνημα επέφερε ριζικές αλλαγές στον τρόπο σκέψης του 19ου αιώνα, φέρνοντας στο προσκήνιο λέξεις όπως «πρωτοτυπία» και «δημιουργικότητα».-

 

 

Βιβλιογραφία

 

·       Φ. Σίλλερ, «Η μοιρασιά της γης», μτφρ. Κυριάκος Γ. Σαμέλης, Διώνη, Αθήνα 2005

·       Bonaventura, «Νυχτερινές περίπολοι», μτφρ. Αλεξάνδρα Ρασιδάκη, Άγρα, Αθήνα 2022.

·       G. Leopardi, «Περί τεχνών και γραμμάτων», μτφρ. Δημήτρης Γιαννόπουλος, Printa, Αθήνα 2004.

·       Α. Βλαβιανού, Γ. Γκότση, Κ. Καρακάση, Δ. Καργιώτης, Θ. Κατσικάρος, Ι. Πιπινιά, Δ. Προβατά, Α. Σπυροπούλου, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, τ. Β΄, ΕΑΠ, Πάτρα 2008.

·       Α. Ρασιδάκη, «Σάτιρα και μηδενισμός: Η αδυσώπητη ματιά του νυχτοφύλακα», επίμετρο στο Bonaventura, Νυχτερινές περίπολοι, μτφρ. Αλεξάνδρα Ρασιδάκη, Άγρα, Αθήνα 2022.

·       Αλμπέρτο Άζορ Ρόζα, «Τζιάκομο Λεοπάρντι» στο Ιστορία της ιταλικής λογοτεχνίας, μτφρ. Φοίβος Γκικόπουλος, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1998.



[1] Α. Βλαβιανού, Γ. Γκότση, Κ. Καρακάση, Δ. Καργιώτης, Θ. Κατσικάρος, Ι. Πιπινιά, Δ. Προβατά, Α. Σπυροπούλου, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, τ. Β΄, ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σ. 21

[2] ό.π., σ. 22-24

[3] ό.π., σ. 27

[4] ό.π., σ. 57-58

[5] ό.π., σ. 58

[6] ό.π., σ. 60-61

[7] ό.π., σ. 61-62

[8] ό.π., σ63-64

[9] ό.π., σ. 82-83

[10] ό.π., σ. 83

[11] ό.π., σ. 83-84

[12] ό.π., σ. 86


Β' ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ | ΕΠΟ 22

  Β’ Γραπτή Εργασία | ΕΠΟ 22 – ΗΛΕ43     Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης εντοπίζουν την αφετηρία του φιλοσοφικού στοχασμού στο «θαυμάζειν». Σ...