Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2023

ΕΠΟ 31 - Α' Γραπτή Εργασία: Αριστοτελική Κοσμολογία & Μεσαιωνικοί λόγιοι


Πρόλογος

Ο Αριστοτέλης ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Γεννήθηκε στα Στάγειρα της Χαλκιδικής το 384 π.Χ. Όταν έγινε 17 ετών εισήλθε στην Ακαδημία Πλάτωνος στην Αθήνα, όπου παρέμεινε για είκοσι χρόνια ως μέλος της. Ασχολήθηκε με έναν μεγάλο αριθμό επιστημών, όπως φυσική, βιολογία, ζωολογία αλλά και λογική, ηθική, πολιτική και ρητορική και ως εξέχων εκπαιδευτικός μεταλαμπάδευσε το υπέρλαμπρο πνεύμα του στον Μέγα Αλέξανδρο, ο οποίος ήταν μαθητής του. Μερικά χρόνια αργότερα ίδρυσε το Λύκειο των Αθηνών περνώντας στην αθανασία μέσα από το εκτενές διδασκαλικό έργο του. (Lindberg, 1997, 67-68˙)

Στα χρόνια του πρώιμου μεσαίωνα, όπου τοποθετείται η άνοδος του Χριστιανισμού και η καθιέρωσή της ως κυρίαρχη θρησκεία, παρατηρείται μια σταδιακή απομάκρυνση από τη μελέτη του φυσικού κόσμου και μια περαιτέρω εμβάθυνση στην έρευνα περί σωτηρίας της αμαρτωλής ανθρώπινης ψυχής στον άλλο κόσμο. Φτάνοντας στην εποχή που εξετάζουμε, με την αναγέννηση του ανθρώπινου πνεύματος να βρίσκεται σε εξέλιξη, εμφανίστηκαν σημεία τριβής ανάμεσα στην χριστιανική και την αριστοτελική κοσμολογία. (Grant, 1994, 58)

Αριστοτελική Κοσμολογία: Η Δομή του κόσμου

Ο Αριστοτέλης, κατ’ αρχήν αρνήθηκε να ενστερνιστεί την άποψη ότι το σύμπαν έχει αρχή και τέλος. Κατά τον Αριστοτέλη, το σύμπαν είναι αιώνιο, δεν δημιουργήθηκε και δεν είναι δυνατόν να καταστραφεί. Η προσήλωσή του στη συμπαντική τελειότητα τον οδήγησε να το περιγράψει ως μια σφαίρα, η οποία χωρίζεται σε δύο κόσμους, τον υπερσελήνιο και τον υποσελήνιο, με τη Σελήνη να βρίσκεται τοποθετημένη στο ενδιάμεσο και τη Γη ακίνητη, τοποθετημένη στο κέντρο.

Ο υποσελήνιος κόσμος ή αλλιώς η επίγεια περιοχή, αποτελείτο από τα τέσσερα στοιχεία της φύσης, όπως αρχικά είχε υποδείξει ο Εμπεδοκλής: τη φωτιά, το νερό, τη γη και τον αέρα. Τα τέσσερα αυτά στοιχεία έχουν την τάση να κινούνται είτε ανοδικά είτε καθοδικά, ανάλογα με τη φύση τους. Πιο συγκεκριμένα, η ελαφριά φύση της φωτιάς και του αέρα είναι υπεύθυνη για την ανοδική τους κίνηση, σε αντίθεση με τη βαριά φύση του νερού και τη γης, τα οποία διαγράφουν καθοδική κίνηση. Ο Αριστοτέλης καθώς ήταν προσηλωμένος στον κόσμο των αισθήσεων επέλεξε δύο ζεύγη αισθητών ιδιοτήτων: το ψυχρό με το θερμό και το ξηρό με το υγρό. Ο συνδυασμός αυτών των ιδιοτήτων σε τέσσερα ζεύγη, είχε ως αποτέλεσμα να προκύπτει από κάθε ζεύγος ένα από τα τέσσερα στοιχεία της γης.

Σε ότι αφορούσε τον υπερσελήνιο κόσμο ή αλλιώς την ουράνια περιοχή, ο Αριστοτέλης συμπέρανε ότι το δομικό συστατικό των ουράνιων σωμάτων ήταν εντελώς διαφορετικό από αυτά της γης. Το πέμπτο στοιχείο της φύσης κατά τον Αριστοτέλη ήταν ο αιθέρας. Στοιχείο με ξεχωριστές ιδιότητες θεϊκής και αιώνιας ουσίας, καθώς ήταν άφθαρτο σε οποιαδήποτε μεταβολή εκτός από αυτή της κίνησης. (Lindberg, 1997, 78-82˙ Grant, 1994, 58)

Η Κίνηση στην υποσελήνια και την υπερσελήνια περιοχή

Για να κατανοήσουμε την αριστοτελική θεωρία της κίνησης στην υποσελήνια περιοχή θα πρέπει αρχικά να λάβουμε ως δεδομένο ότι η κίνηση δεν μπορεί να είναι αυθόρμητη, καθώς δεν υφίσταται κίνηση χωρίς κινούν. Εν συνεχεία, θα πρέπει να κατανοήσουμε τον διαχωρισμό των δύο μορφών κίνησης, αφενός τη φυσική και αφ’ ετέρου την εξαναγκασμένη κίνηση. Η φυσική κίνηση περιγράφεται από τον Αριστοτέλη ως η κίνηση ενός σώματος που έχει την τάση να κινείται προς τη φυσική του θέση. Η κίνηση αυτή σταματάει όταν το σώμα φθάσει στη θέση αυτή. Η εξαναγκασμένη κίνηση των σωμάτων περιγράφεται ως μια εξωτερική δύναμη, η οποία εξαναγκάζει το σώμα να παραβιάσει τη φυσική του τάση και να κινηθεί προς διαφορετική κατεύθυνση από εκείνη της φυσικής του θέσης. Η εξαναγκασμένη κίνηση σταματάει όταν πάψει να δρα η εξωτερική δύναμη.

Στον επίγειο κόσμο, κατά τον Αριστοτέλη, η ταχύτητα της κίνησης, είτε φυσικής είτε εξαναγκασμένης, ήταν ανάλογη της κινητήριας δύναμης ή του βάρους αλλά αντιστρόφως ανάλογη της αντίστασης. Στον ουράνιο κόσμο η κίνηση των σωμάτων είναι εντελώς διαφορετική. Εφόσον η ουράνια περιοχή, κατά τον Αριστοτέλη, ήταν πλήρης αιθέρα, στοιχείου αναλλοίωτου και ανώτερου και καθώς δεν μπορεί να διαθέτει κάποιο αντίθετο στοιχείο, ο Αριστοτέλης δεν θα μπορούσε παρά να αποδώσει στα ουράνια σώματα άλλο από το ιδανικός είδος κίνησης: την κυκλική ομαλή επαναλαμβανόμενη κίνηση. (Lindberg, 1997, 83-87˙ Ασημακόπουλος-Τσιαντούλας, 2008, 180-181)

Αίτιο της κίνησης στην υποσελήνια και την υπερσελήνια περιοχή

"αίτιον λέγεται όθεν η αρχή της μεταβολής η πρώτη ή της ηρεμήσεως, έτι το τέλος",

Μετά τα φυσικά 1013α 24 κ.ε., 983α 26. 1027α 29

Κατά τη θεωρία του Αριστοτέλη, το κινούμενο και το κινούν ήταν δύο ξεχωριστά πράγματα, όμως όχι χωρισμένα μεταξύ τους. Αυτό σημαίνει ότι όσον αφορά τα έμψυχα σώματα η ψυχή ήταν το κινούν, ενώ στα ουράνια το κινούν ήταν ένας ουράνιος νους. Σε μια εξαναγκασμένη κίνηση, στον επίγειο κόσμο, το αρχικό κινούν ήταν εύκολα εντοπίσιμο, καθώς βρισκόταν σε άμεση επαφή με το κινούμενο. Ο άνθρωπος (κινούν) σπρώχνει ένα αντικείμενο (κινούμενο). Στη φυσική κίνηση, προσδιόριζε ως γεννήτορα την βασική αιτία της κίνησης, η οποία είχε δημιουργήσει το αντικείμενο που βρισκόταν σε κίνηση. Η φωτιά δημιουργεί φωτιά παρέχοντας όλες τις ιδιότητες της φωτιάς συμπεριλαμβανομένης και της κίνησης προς τη φυσική της θέση (ανοδική πορεία).

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, στον ουράνιο κόσμο η κίνηση, κατά τον Αριστοτέλη, ήταν αέναη. Έχοντας αυτό ως δεδομένο, συμπεραίνουμε ότι αναφερόμαστε σε φυσική κίνηση και όχι εξαναγκασμένη. Το αίτιο της αέναης αυτής κίνησης θα πρέπει να είναι ένα ακίνητο κινούν, το Αριστοτελικό Πρώτο Κινούν. Το Πρώτο Κινούν ήταν ουσιαστικά ο Θεός του Αριστοτέλη, ένας δημιουργικός εν ενεργεία νους πέρα από τις κινούμενες σφαίρες, των οποίων η επιθυμία ήταν η μίμηση της τελειότητάς του, πραγματοποιώντας ομαλές επαναλαμβανόμενες κυκλικές κινήσεις. (Grant, 1994, 61-62˙ Lindberg, 1997, 88)

Πρώιμος Μεσαίωνας: Οι πρώτοι λόγιοι

Από τους σημαντικότερους λόγιους του πρώιμου μεσαίωνα ήταν ο Αυγουστίνος (354-430 μ.Χ.) και στη συνέχεια ο Βοήθιος (477-525 μ.Χ.). Ο Αυγουστίνος, εξαιτίας των περιορισμένων γνώσεών του για την αρχαιοελληνική φιλοσοφία, έγινε ο κύριος εκφραστής των μεσαιωνικών χριστιανικών αντιλήψεων, ενώ παρήγαγε ένα χριστιανικό πλαίσιο μέσα στο οποίο συσχετίστηκε η πίστη με τον ορθό λόγο. Για τον Αυγουστίνο η αλήθεια της επιστήμης βασίζεται στη Θεία Φώτιση, αφού τα πάντα προέρχονται από τον Θεό. Το σπουδαίο έργο του Αυγουστίνου είχε μεγάλη επιρροή στον μεσαιωνικό πνευματικό κόσμο με κύριους υποστηρικτές του τον Βοήθιο, τον Εριγένη και αργότερα τον Μποναβεντούρα. Ωστόσο η επιρροή του μετριάστηκε με την διάδοση του αριστοτελισμού μέσω του Σίζερ και του Ακινάτη, με τον τελευταίο όμως να ασπάζεται αρκετές αυγουστίνειες θέσεις στη διδασκαλία του. (Ασημακόπουλος-Τσιαντούλας, 2008, 38, 53)

Ο Βοήθιος (477-525 μ.Χ.) λόγιος με αριστοκρατική καταγωγή, μετέφρασε έναν μεγάλο αριθμό ελληνικών έργων, μια και μιλούσε άπταιστα ελληνικά, με το σημαντικότερο αυτών το έργο της Λογικής του Αριστοτέλη. Στο έργο του «Παραμυθία της Φιλοσοφίας», το οποίο το έγραψε όντας κρατούμενος του βασιλιά Θεοδώριχου, διαχώρισε την πίστη από τον λόγο και χρησιμοποιώντας τη λογική προσπάθησε να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού: δεδομένου ότι είναι αναγκαίο να υπάρχει «κάτι τέλειο» αυτό λογικά θα πρέπει να είναι ο Θεός. (Ασημακόπουλος-Τσιαντούλας, 2008, 57-58)

Το Πανεπιστήμιο και οι πρώτες αντιδράσεις

Οι λόγιοι του πρώιμου μεσαίωνα χαρακτηρίστηκαν ως θεματοφύλακες του πολιτισμού, τον οποίον μεταλαμπάδευσαν στην περίοδο της Καρολίγγειας Αναγέννησης, κατά την οποία ιδρύθηκαν μοναστικές σχολές. Οι μοναστικές σχολές, θα λέγαμε ότι ήταν ο πρόδρομος του μεσαιωνικού πανεπιστημίου της εποχής της Αναγέννησης του 12ου και 13ου αιώνα, καθώς χρησιμοποιούσαν μεθόδους διαλεκτικής και σχολαστικισμού και υπήρχε πρόγραμμα σπουδών.

Ο 13ος αιώνας, χαρακτηρίστηκε ως ο αιώνας των Πανεπιστημίων, αφού ο μεσαιωνικός κόσμος εισήλθε σε μία νέα εποχή γνώσης, δεδομένου ότι έως τότε η φιλοσοφική σκέψη και διδασκαλία είχε περιορισμένο εύρος πηγών. Η αύξηση των μεταφράσεων εβραϊκών και αραβικών έργων, τα οποία σε μεγάλο βαθμό ήταν βασισμένα στους αρχαίους Έλληνες, καθιστούσε διαθέσιμο προς μελέτη ένα μεγάλο εύρος της αρχαιοελληνικής σκέψης. Τα πανεπιστήμια πλέον αποκτούν συγκεκριμένο κύκλο σπουδών, καθώς εντάσσονται οι διδασκαλίες των έργων του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Παρόλα αυτά καθηγητές του Παρισιού ήρθαν αντιμέτωποι με κατηγορίες, αφού οι θεολόγοι ενοχλήθηκαν θεωρώντας ότι μέσω της διδασκαλίας του Αριστοτέλη πραγματοποιείται διδαχή του πανθεϊσμού. Οι κατηγορίες αυτές, είχαν ως αποτέλεσμα την έκδοση διατάγματος απαγόρευσης της διδασκαλίας της αριστοτελικής φυσικής φιλοσοφίας (1210) ενώ πέντε χρόνια αργότερα (1215) το διάταγμα ανανεώνεται από τον απεσταλμένο του Πάπα, Rober de Courcon. (Ασημακόπουλος-Τσιαντούλας, 2008, 57-58˙ Luscombe, 1997, 109˙ Lindberg, 1997, 305)

Πρόσληψη του Αριστοτελισμού από τη Χριστιανική Ευρώπη

Το φιλοσοφικό έργο του Αριστοτέλη προσλαμβάνεται από τη Δυτική Ευρώπη μέσω των έργων α. του Θωμά του Ακινάτη, ο οποίος προσπάθησε να συμβιβάσει τις θέσεις των θεολόγων με αυτές της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη, β. του Σίζερ, ο οποίος ως υπέρμαχος των θέσεων του Αριστοτέλη, επεδίωξε να αναβαθμίσει τον αριστοτελισμό σε φιλοσοφικό δόγμα, ξεσηκώνοντας θύελλα αντιδράσεων και γ. του Μποναβεντούρα, ο οποίος εκφράζοντας νεοαυγουστινιανές θέσεις έφερε σε άμεση αντιπαράθεση την εκκλησία με τις θέσεις του Αριστοτέλη. (Ασημακόπουλος-Τσιαντούλας, 2008, 93)

Τα τρία ιδεολογικά ρεύματα

«Ο Μποναβεντούρα, ο Θωμάς Ακινάτης και ο Σίζερ της Braband είναι δίπλα-δίπλα στον Παράδεισο»

Δάντης, Παράδεισος (Canto X)

Ο Μποναβεντούρα υπήρξε θερμός υποστηρικτής της θεωρίας τους Αυγουστινου. Στο θεολογικό σύστημα το οποίο ανέπτυξε ουσιαστικά θέτει σε αντιπαράθεση τον αυγουστίνειο νεοπλατωνισμό με τον αριστοτελισμό. Οι απόψεις του βασίζονται στη δημιουργία του κόσμου εκ του μηδενός καθώς και στη θεωρία περί φώτισης, η οποία πηγάζει από την Αγία Γραφή. Κατά τον Μποναβεντούρα, το σύμπαν δημιουργήθηκε από τον Έναν ενώ η επιστήμη παρουσιάζεται ως «θεραπαινίδα της Θεολογίας», αφού η τελευταία θα πρέπει να κυριαρχεί στον χώρο των επιστημών. Οι θεοκρατικές θέσεις του Μποναβεντούρα έναντι της φιλοσοφίας συνετέλεσαν στην προεργασία της κρίσης του 1277. (Ασημακόπουλος-Τσιαντούλας, 2008, 93-94˙ Luscombe, 133˙ Alessio, 2007, 210)

Ο θεολόγος και φιλόσοφος Θωμάς Ακινάτης επιχείρησε να εναρμονίσει τις αντίθετες θέσεις του Χριστιανισμού με αυτές της φιλοσοφίας. Παρότι το έργο του είναι θεολογικό, προσέγγισε τα ζητήματα της Μεταφυσικής χρησιμοποιώντας τη γλώσσα των φυσικών επιστημών. Αντιτάχθηκε στην θεωρία του Αυγουστίνου σχετικά με τη γνώση, η οποία στηρίζεται μόνο στη Θεία Φώτιση, αφού ισχυριζόταν ότι μόνο μέσω της παρατήρησης ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει σε βάσιμη γνώση. Για τον Ακινάτη δεν υφίσταται «διπλή αλήθεια», αφού η νόηση σε συνδυασμό με τις αισθήσεις του ανθρώπου είναι αυτές που παρέχουν την αλήθεια για τον κόσμο. Βασική αρχή της φιλοσοφίας του, είναι ο διαχωρισμός της ουσίας από την ύπαρξη όλων των όντων, ενώ ο Θεός είναι το μοναδικό αυθυπόστατο ον. Παρότι συμφωνεί με την αριστοτελική θέση ότι ο Θεός είναι το πρώτο ακίνητο κινούν, θεωρεί ότι υφίσταται η συμμετοχή του Θεού στη δημιουργία των όντων και αυτό αποδεικνύεται μέσω της Θείας πρόνοιας που παρέχει σε αυτά. (Ασημακόπουλος-Τσιαντούλας, 2008, 95-98)

Ο Σίζερ της Braband ήταν κύριος εκπρόσωπος του ριζοσπαστικού αριστοτελισμού. Ως υπέρμαχος του Αριστοτέλη πρέσβευε την αιωνιότητα του σύμπαντος με αποτέλεσμα να έρθει σε σύγκρουση με τους θεολόγους. Το έργο του Σίζερ ήταν αυτό που πυροδότησε την κρίση του 1277 και τις καταδίκες που επακολούθησαν. (Ασημακόπουλος-Τσιαντούλας, 2008, 100)

Η Κρίση του 1277 και οι διανοητικές καινοτομίες

Το διάστημα 1210-1231 είχε ήδη απαγορευτεί η διδασκαλία ορισμένων αριστοτελικών προτάσεων, τα έργα του όμως συνεχίζουν να μελετώνται ιδιωτικά. Το 1270 καταδικάστηκαν από τον επίσκοπο Tempier δεκατρείς προτάσεις, εκφραστής των οποίων ήταν ο Σίζερ, χωρίς όμως να υπάρξουν ιδιαίτερες συνέπειες στην διδασκαλία. Το Μάρτιο του 1277, ο Tempier προχώρησε σε απαγόρευση συνολικά 219 προτάσεων. Οι προτάσεις αυτές απαγορεύτηκαν καθώς ήταν σαφές ότι έρχονταν σε αντίθεση με τον χριστιανισμό. (Ασημακόπουλος-Τσιαντούλας, 2008, 110-111)

Οι διαμάχες της θεολογίας με τον αριστοτελισμό έλαβαν τέλος με τις καταδίκες του 1277, επιφέροντας την υποβάθμιση της φυσικής φιλοσοφίας έναντι της θεολογίας. Παρόλα αυτά η νίκη των συντηρητικών αντιλήψεων της εποχής δείχνει να είναι πρόσκαιρη. Η φιλοσοφία του Αριστοτέλη δεν εξοστρακίστηκε εντελώς από τα πανεπιστήμια, καθώς ακόμα και για τους πιο συντηρητικούς δεν ήταν αυτό το ζητούμενο. Οι απαγορεύσεις είχαν απώτερο σκοπό να υπενθυμίσουν την υπηρετική θέση της φιλοσοφίας και να διευθετηθούν ορισμένες διαφωνίες. (Lindberg, 1997, 337)

Συμπέρασμα

Τα αριστοτελικά κείμενα ήρθαν πολλές φορές σε σύγκρουση με το χριστιανικό λόγο. Τα κυριότερα σημεία τριβής που έφεραν τον αριστοτελισμό σε ρήξη με τη θεολογία ήταν το ζήτημα της αιωνιότητας του κόσμου, η αθανασία της ψυχής και η φύση του πρώτου κινούντος σε σχέση με αυτή του Θεού. Ωστόσο, η σχέση που αναπτύχθηκε ανάμεσα στους μεσαιωνικούς λόγιους και στον Αριστοτέλη, λειτούργησε καταλυτικά στην εξέλιξη της επιστημονικής σκέψης.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ασημακόπουλος Μ., Τσιαντούλας Α., Οι Επιστήμες της φύσης και του ανθρώπου στην Ευρώπη, τ.Α, ΕΑΠ, Πάτρα 2008.

Lindberg D. C., Οι απαρχές της δυτικής επιστήμης, μτφρ. Η. Μαρκολέφας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π., Αθήνα 1997.

Grant E., Οι Φυσικές Επιστήμες τον Μεσαίωνα, μτφρ. Ζ. Σαρίκας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 1994.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Β' ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ | ΕΠΟ 22

  Β’ Γραπτή Εργασία | ΕΠΟ 22 – ΗΛΕ43     Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης εντοπίζουν την αφετηρία του φιλοσοφικού στοχασμού στο «θαυμάζειν». Σ...