Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2023

Γ' Γραπτή Εργασία: Ορθολογισμός και Εμπειρισμός: Προσέγγιση του Φυσικού Νόμου | ΕΠΟ31

 Εισαγωγή

Συνέπεια της Επιστημονικής Επανάστασης του 17ου αιώνα, ήταν η διάδοση της αντίληψης για το τι πραγματικά είναι η επιστημονική γνώση.  Οι νεωτεριστές φιλόσοφοι του 17ου και 18ου αιώνα, αν και θεώρησαν ως κοινούς αντιπάλους τους τον αριστοτελικό σχολαστικισμό και τον αναγεννησιακό νεοπλατωνισμό, οι θέσεις που υποστήριξαν σχετικά με την αναζήτηση της αλήθειας μέσω της γνώσης, οδήγησαν στον σχηματισμό δύο διαφορετικών φιλοσοφικών ρευμάτων: του Ορθολογισμού και του Εμπειρισμού.

H κoινή επιδίωξη για την αναζήτηση της αλήθειας, μέσω της γνώσης, πρoσεγγίστηκε με δύo διαφορετικoύς τρόπoυς.  Το φιλοσοφικό ρεύμα του Ορθολογισμού, ακολουθώντας μια φιλοσοφική προσέγγιση, υποστήριζε ότι για να φτάσει ο άνθρωπος στην αλήθεια θα πρέπει να χρησιμοποιήσει τη λογική ως μοναδική πηγή γνώσης, δηλαδή τον ορθό λόγο.  Το ρεύμα του Εμπειρισμού, από την άλλη, ακολουθώντας μια καθαρά υλιστική προσέγγιση, υποστήριζε ότι αφού όλα πηγάζουν από τον νου, για να φτάσει κανείς στην αλήθεια θα το πετύχει μόνο μέσω της παρατήρησης και της επαγωγής.

Οι εμπειριστές φιλόσοφοι, κυρίως Βρετανοί, επέμεναν ότι για την κατανόηση της φύσης θα πρέπει να απευθυνθούμε στην ίδια τη φύση, και όχι στα έργα των φυσικών φιλοσόφων και τη Βίβλο, καθώς πίστευαν ακράδαντα ότι δεν αποτελούσαν πηγή επιστημονικής γνώσης.  Στο αντίπαλο στρατόπεδο οι ορθολογιστές φιλόσοφοι της Ηπειρωτικής Ευρώπης, διατηρούσαν την κοινή πεποίθηση ότι η κατάκτηση μιας γνώσης ανώτερου επιπέδου, ουδώλως αισθητηριακή, είναι δυνατόν να επιτευχθεί με τη χρήση του λόγου. (Chalmers, 1994, 1-2∙ Cottingham, 2003, 20-21)

Φράνσις Μπέικον

Ο Άγγλος Φρανσις Μπέικον, κύριος εκφραστής της φιλοσοφικής θέσης του εμπειρισμού, απέρριψε τις μεθοδολογικές παραδοχές που είχε κληροδοτήσει ο αριστοτελισμός και εισήγαγε την εμπειρική επαγωγή ως τη νέα γνωστική μέθοδο για την κατανόηση της φύσης.  Η εφαρμογή της μεθόδου είχε να κάνει με τη συγκέντρωση επαρκούς αριθμού εμπειρικών δεδομένων καθώς και με συστηματική παρατήρηση, μέσω των αισθήσεων και του πειράματος, και έτσι ήταν δυνατό να οδηγήσει στην αλήθεια για την πραγματικότητα της φύσης.  O Μπέικον, επεδίωξε, μέσω της μελέτης και της ταξινόμησης, να κατακτήσει όλη τη σφαίρα της ανθρώπινης γνώσης υποδιαιρώντας τη σε τρεις κατηγορίες: α) γνώση του Θεού, β) γνώση του ανθρώπου και γ) γνώση της φύσης.  Για τον Μπέικον, πρωταρχικός στόχος της στοχαστικής δραστηριότητας του ανθρώπου ήταν να επιβληθεί ένας έλλογος έλεγχος πάνω στη φύση από τον ίδιο, προκειμένου να επιτευχθεί η βελτίωση της θέσης του στον κόσμο.  Η αντίληψη αυτή συνοψίζεται στην πιο διάσημη ρήση του: «Η γνώση είναι δύναμη». (Βαλλιάνος, 2001, 73-74∙ Woolhouse, 2003, 26-27)

Ρενέ Ντεκάρτ (Καρτέσιος)

Ο Γάλλος μαθηματικός και φιλόσοφος Rene Descartes (Καρτέσιος), σε αντίθεση με την επαγωγή του Μπέικον, ανέπτυξε μια διαφορετική μεθοδολογία.  Υποστήριξε ότι η εμπειρία δεν είναι ικανή να αποτελέσει θεμέλιο για την κατανόηση της φυσικής νομοτέλειας, καθώς θεωρούσε τα αισθητήρια όργανα ως αναξιόπιστους μάρτυρες σε σχέση με την υποκειμενικότητα της πραγματικότητας.  Τη θεωρία αυτή την στήριζε στις αισθητηριακές πλάνες, είτε αυτές οφείλονται σε εγγενείς ασθένειες, είτε σε διαταραχή των λειτουργιών των αισθητηριακών οργάνων.  Υποστήριζε δε ότι ακόμα και τα όνειρα είναι μια πλάνη, αφού κατά τη διάρκεια αυτών ο άνθρωπος αποδέχεται ορισμένες καταστάσεις ως αληθείς που όμως απέχουν πολύ από την πραγματικότητα (Βαλλιάνος, 2001, 80)

Ο Καρτέσιος επανέφερε τις πρωτογενείς και δευτερογενείς ιδιότητες των πραγμάτων του Γαλιλαίου, με σκοπό να αποδώσει τη μαθηματική κατανόηση της ουσίας των όντων.  Ο ίδιος υποστήριζε ότι μια ιδέα θα πρέπει να χρησιμοποιείται είτε για επιστημονική, είτε για φιλοσοφική εξήγηση, μόνον εφόσον είναι απόλυτα σαφής.  Ως κορυφαίος μαθηματικός, θεωρούσε ότι η Γεωμετρία είναι η μοναδική αληθινή επιστήμη ενώ παράλληλα ήταν υπέρμαχος της απόλυτης αλήθειας των μαθηματικών εννοιών.  Υιοθετώντας τη μέθοδο της αμφιβολίας προσπάθησε να θεμελιώσει την απόλυτη βεβαιότητα της ύπαρξής του.  Δημιουργώντας τον «κακό δαίμονα» της υπερβολικής αμφιβολίας για τα πάντα, απέδειξε ότι τελικά μόνο για ένα πράγμα δεν ήταν δυνατό να αμφιβάλει : για την ύπαρξή του, διότι για να αμφιβάλει σημαίνει ότι σκέπτεται, άρα εφόσον σκέπτεται, υπάρχει – Cogito ergo sum. (Βαλλιάνος, 2001, 80-81∙ Cottingham, 2003, 71-74)

Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς

Το συλλογισμό του Καρτέσιου συνέχισε ο Γερμανός στοχαστής Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς.  Ο Λάιμπνιτς θεώρησε ιδιαίτερα αφηρημένη και ανεπαρκή τη μέθοδο του Καρτέσιου και καθώς κατέκρινε τον γνωσιoλoγικό εμπειρισμό, προσπάθησε να καθορίσει λογικά τα κριτήρια για την αλήθεια.  Για τον Λάιμπνιτζ υπάρχουν δύο ειδών αλήθειες: οι αναγκαίες και οι ενδεχομενικές.  Η αναγκαία αλήθεια ή ταυτολογία είναι ότι κάθε πράγμα ταυτίζεται με τoν εαυτό τoυ, άρα δεν γίνεται την ίδια στιγμή να έχει και να μην έχει την ίδια αυτή ιδιότητα – δεν είναι δυνατόν σήμερα να είναι και να μην είναι Κυριακή.  Οι ενδεχομενικές αλήθειες από την άλλη είναι οι αλήθειες που αναφέρονται σε ότι αφορά τον αισθητό κόσμο, δηλαδή αναφορές σε εμπειρικά γεγoνότα. (Βαλλιάνος, 2001, 90-91)

Σε ότι αφορά τα όντα, ο Λάιμπνιτζ έκανε λόγο για τις μονάδες υπόστασης.  Οι μονάδες είναι ψυχικά ενεργές και αυτάρκεις, δημιουργημένες a priori από τον Θεό και εναρμονισμένες έτσι ώστε να φαίνεται ότι αλληλεπιδρούν, στην ουσία όμως δεν υφίσταται αλληλεπίδραση μεταξύ τους.  Ενεργούν χωρίς να βγαίνουν από τον εαυτό τους και με τρόπο τέλειο από κάθε άποψη.

Οι ορθολογιστές άσκησαν ιδιαίτερα μεγάλη επιρροή στη φιλοσοφική σκέψη του 17ου αιώνα με την αποδέσμευση του ανθρώπινου μυαλού από την θρησκευτική πίστη.  Δημιουργήθηκε, λοιπόν,  ένα πανσοφικό ιδεώδες, το οποίο έχοντας ως θεμέλιο τον ορθό λόγο, αποσκοπούσε στην κατάκτηση της γνώσης της αλήθειας για την πραγματικότητα. (Βαλλιάνος, 2001, 95-98)

Τζον Λοκ – Τζωρτζ Μπέρκλεϋ – Ντέιβιντ Χιουμ

Οι αγγλόφωνοι επιστήμονες της εποχής από την άλλη, δεν είχαν τις ίδιες απόψεις.  Αμφισβήτησαν τη φιλοσοφία του ορθολογισμού, καθώς έδιναν ιδιαίτερη βαρύτητα σε πρακτικές εφαρμογές της επιστήμης.  Την προσπάθεια επεξεργασίας της μεθόδου από την οποία εξάγεται η γνώση, την οποία ξεκίνησε ο Μπέικον, συνέχισε και διαμόρφωσε ο Τζον Λοκ.  Η θεωρία του Λοκ είχε ως πυρήνα ότι τα όρια της γνώσης, συνέπιπταν με εκείνα της θεωρίας.  Δεν είναι δυνατό να υπάρχει οποιαδήποτε γνώση στον ανθρώπινο νου εάν πρωτίστως δεν υπήρξε στην αίσθηση.  Χωρίς, λοιπόν, την καταγραφή πληροφοριών, η οποία γίνεται μόνο με τα αισθητήρια όργανα, ο ανθρώπινος νους θα ήταν μια «Άγραφη Δέλτος – Tabula Rasa».  Με αυτή τη θεωρία του Λοκ και έχοντας ως δεδομένο ότι ο ανθρώπινος νους συνειδητοποιεί την αλήθεια μέσω των πρωταρχικών στοιχείων που του παρέχει η αισθητηριακή αντίληψη, εκθρονίστηκε το πανσοφικό ιδεώδες του ορθολογισμού.  Η ελλιπής και περιορισμένη γνώση για την πραγματικότητα φάνηκε ότι επαρκεί για να μπορεί ο άνθρωπος να επιβιώσει, να προοδεύσει και να ανταπεξέλθει πρακτικά στην καθημερινή ζωή.

Επιπλέον, ο  Λοκ χρησιμοποιώντας τον όρο «ιδέες του νου» προσπάθησε να συνδέσει το επιστημονικό χάσμα που είχε δημιουργηθεί.  Οι ιδέες αυτές είχαν να κάνουν με τις γεύσεις, τα χρώματα και γενικά την πραγματικότητα.  Το ερώτημα που γεννήθηκε όμως ήταν, πώς μπορούμε να γνωρίζουμε ότι αυτές οι ιδέες προέρχονται από εξωτερικά ερεθίσματα και δεν πρόκειται για εντυπωμένες ιδέες του νου;  Για την απάντηση κινητοποίησε το οικείο σχήμα των πρωτογενών και δευτερογενών ιδιοτήτων των πραγμάτων, το οποίο ο Καρτέσιος είχε χρησιμοποιήσει για να αποδείξει την έλλειψη φερεγγυότητας του εμπειρισμού.  Έχοντας ως δεδομένο ότι οι πρωτογενείς ιδιότητες περιέγραφαν την αντικειμενική κατασκευή των πραγμάτων, εντυπώνονταν οι ιδέες αυτών στον ανθρώπινο νου, παρά τη θέλησή του, μέσω της παρατήρησης και εστίασης των αισθητήριων οργάνων στον πραγματικό κόσμο.  Η επιστήμη, λοιπόν, κατά τον Λοκ ήταν περιγραφική και δίδασκε το «πως» – με ποιό τρόπο – λειτουργούν τα εμπειρικά πράγματα και όχι το «γιατί» – για ποιό λόγο λειτουργούν έτσι και όχι διαφορετικά. (Βαλλιάνος, 2001, 123-125∙ Woolhouse, 2003, 123)

Ο Αγγλο-Ιρλανδός φιλόσοφος Τζωρτζ Μπέρκλεϋ, ένας από τους βασικούς εκπροσώπους του αγγλικού εμπειρισμού και πιο συγκεκριμένα του υποκειμενικού ιδεαλισμού, υποστήριζε ότι η πραγματικότητα, δηλαδή η ύπαρξη των πραγμάτων, ταυτιζόταν με την αντίληψη της πραγματικότητας από τον άνθρωπο.  Για τον Μπέρκλεϋ, ο διαχωρισμός του Λοκ σε πρωτεύουσες και δευτερεύουσες ιδιότητες ήταν ανυπόστατος, καθώς θεωρούσε ότι αμφότερες εξαρτώνται από τα αισθητήρια του παρατηρητή.  Άρα, οι γενικοί όροι του νου δεν αναφέρονταν σε κάτι συγκεκριμένο ή απτό.  Η ουσία ενός σώματος ήταν το σύνολο ιδεών που είχε καταγραφεί στον ανθρώπινο νου από το σύνολο των εμφανίσεών του. (Βαλλιάνος, 2001, 127-128)

Τέλος, ο Σκώτος φιλόσοφος Ντέιβιντ Χιουμ, υιοθέτησε μια ενδιάμεση θέση ανάμεσα στον μετριοπαθή ρεαλισμό του Λοκ και στον απόλυτο ιδεαλισμό του Μπέρκλεϋ, ακολουθώντας το δρόμο του σκεπτικισμού.  Ο Χιουμ υποστήριζε ότι ο υλικός κόσμος, υπήρχε ανεξάρτητα από τα αισθητήρια του ανθρώπου, όμως ήταν αδύνατο να παραλληλιστούν οι ιδέες του νου με την αντικειμενική δομή του κόσμου, καθώς δεν ήταν δυνατό κάποιος να «βγει» από τις ιδέες του και ως τρίτος παρατηρητής να συγκρίνει αυτές σε σχέση με τον κόσμο που αντικατοπτρίζουν.  Ο νους, λοιπόν κατά τον Χιουμ, αναφερόταν στο εμπειρικό υλικό που έχει εισχωρήσει μέσω των αισθήσεων.  Η επιστημονική γνώση ήταν δημιούργημα της επεξεργασίας των ιδεών εκείνων που υπήρχαν μέσα στον ανθρώπινο νου.  Όπως ο ίδιος υποστήριζε ο λόγος πρέπει να είναι υπηρέτης της πρακτικής προσταγής και η θέση αυτή αποτυπώθηκε στην προκλητική του ρήση: «reason is the slave of the passions». (Βαλλιάνος, 2001, 127-131)

Συνοψίζοντας, για τον Τζον Λοκ ο όρος «ιδέα» σήμαινε όλα τα γεγονότα και βιώματα που είχαν εντυπωθεί μέσω των αισθήσεων στον ανθρώπινο νου.  Για τον Τζώρτζ Μπέρκλεϋ, η «ιδέα» είχε να κάνει με τα σύνολα και τις επαναλήψεις των εμφανίσεων των παραστάσεων, ενώ για τον Ντέιβιντ Χιουμ, η «ιδέα» ήταν οι παραστάσεις του νου και της φαντασίας, σε έναν υλικό κόσμο που υφίστατο αλλά δεν μπορούσε να αποδειχτεί.

Προσέγγιση του φυσικού νόμου από τα δύο φιλοσοφικά ρεύματα

Αναζητώντας απαντήσεις σε ερωτήματα, τόσο για τη φύση όσο και για τη θέση του ανθρώπου σε αυτή, οι ορθολογιστές βρήκαν την πηγή της αλήθειας στον «ορθό λόγο», ενώ οι εμπειριστές στα γεγονότα και στα δεδομένα των αισθήσεων.  Ο ορθολογισμός έδωσε εξηγήσεις για το φυσικό νόμο με βάση την αρχή της αιτιότητας ενώ ο εμπειρισμός σχετίστηκε με την επαγωγική διαδικασία.  Για τους ορθολογιστές, η γνώση του κόσμου περιείχε “a priori” αλήθειες, που ουδεμία σχέση είχαν με εμπειρίες, καθώς θεωρούσαν ότι δεν υπήρχε ανάγκη για κάποια εμπειρική επιβεβαίωση.  Οι εμπειριστές, δέχονταν μόνο τα δεδομένα της εμπειρίας προκειμένου να διατυπωθεί μια “a posteriori” γνώση μέσω της συλλογής εμπειριών και γεγονότων.  Ο Μπέικον, στις αρχές του 17ου αιώνα, διατύπωσε την παρακάτω αντίθεση: «εάν οι ορθολογιστές μπορούν να χαρακτηριστούν ως αράχνες που στήνουν του ιστούς και τους υφαίνουν γύρω τους, οι εμπειριστές μπορούν να χαρακτηριστούν ως μυρμήγκια, που πρώτα συλλέγουν το υλικό τους και έπειτα το χρησιμοποιούν». (Cottingham, 2003, 16)

 

 

Συμπεράσματα

Απαλλαγμένοι από τις θεοκρατικές παρεμβάσεις του Μεσαίωνα, οι νεωτεριστές φιλόσοφοι του 17ου και 18ου αιώνα προσπάθησαν να προσεγγίσουν και να εξετάσουν τη φύση και τον πραγματικό κόσμο.  Θέτοντας ερωτήματα, τα οποία προσπάθησαν να απαντήσουν επιστημολογικά πλέον, αναπτύχθηκαν δύο αντίπαλες θεωρήσεις, του ορθολογισμού και του εμπειρισμού.  Η γνώση της αλήθειας για τους ορθολογιστές μπορούσε να προσεγγιστεί μέσω της λογικής, ενώ για τους εμπειριστές βάσει των γεγονότων.  Κύριοι εκφραστές του Ορθολογισμού ήταν ο Καρτέσιος και ο Λάιμπνιτζ, ενώ του εμπειρισμού ήταν ο Μπέικον, ακολουθούμενος από τους Λοκ, Μπέρκλεϋ και Χιουμ.-

 

 

 

 

Βιβλιογραφία

1.     Βαλλιάνος, Π. (2001) Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη (Τόμος Β’), Πάτρα: ΕΑΠ.

2.     Chalmers, A. (1994) Τι είναι αυτό που το λέμε Επιστήμη; (μτφρ. Γ. Φουρτούνης), Ηράκλειο: ΠΕΚ

3.     Cottingham, J. (2003) Φιλοσοφία της Επιστήμης Α’: Οι ορθολογιστές (μτφρ. Σ. Τσούρτη), Αθήνα: Πολύτροπον.

4.     Woolhouse, R.S. (2003) Φιλοσοφία της Επιστήμης Β’: Οι Εμπειριστές (μτφρ. Σ. Τσούρτη), Αθήνα: Πολύτροπον.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Β' ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ | ΕΠΟ 22

  Β’ Γραπτή Εργασία | ΕΠΟ 22 – ΗΛΕ43     Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης εντοπίζουν την αφετηρία του φιλοσοφικού στοχασμού στο «θαυμάζειν». Σ...