Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2023

Α' Γραπτή Εργασία: Ο ΕΡΩΤΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΑΙ ΓΗΣ | Η Λυρική Ποίηση από τους Τροβαδούρους στον Πετράρχη | ΕΠΟ21

Βρισκόμαστε στην εποχή του Μεσαίωνα, όπου η επική ποίηση και λίγο αργότερα οι έμμετρες μυθιστορίες κρατούσαν τα σκήπτρα της αφηγηματικής λογοτεχνίας στην Ευρώπη. Κατά τον ύστερο Μεσαίωνα γεννιέται η λυρική ποίηση, η οποία διαφοροποιείται από την αφηγηματική, κυρίως για την θεματική της αλλά και το ύφος της. Στην παρούσα εργασία, θα παρουσιάσουμε τις συνθήκες γένεσης της νεότερης λυρικής ποίησης, καθώς και τα σημεία εκείνα που τη διαφοροποιούν από την αφηγηματική. Εν συνεχεία, αναλύοντας την θεματική των ποιημάτων, θα σκιαγραφήσουμε την εξέλιξή της, φτάνοντας στην εποχή της Αναγέννησης.

Το είδος ποίησης που κυριαρχεί στον Μεσαίωνα είναι η επική ποίηση. Ως έπος χαρακτηρίζεται η μακροσκελής, έμμετρη, μονότονη, θα λέγαμε, εξιστόρηση γεγονότων που έχουν να κάνουν με την ηρωική παράδοση μιας κοινότητας με κυρίαρχο ρόλο αυτής το μυθικό στοιχείο και ιδιαίτερο χαρακτηριστικό το υψηλό ύφος.1 Οι έμμετρες μυθιστορίες, που εμφανίζονται λίγο αργότερα, είναι αφηγηματικά έργα, σχετικά μακροσκελή ενώ διαφέρουν από την επική ποίηση, τόσο από πλευράς ύφους αλλά και από άποψη θεματικής. Χαρακτηριστικό τους το έντονο στοιχείο σάτιρας και λυρισμού, καθώς και ο ρεαλισμός αφού εστιάζουν στην καθημερινότητα.2

Η γυναίκα της αναπτυσσόμενης φεουδαρχικής αυλής αρχίζει να διαδραματίζει έναν νέο ρόλο, αφού οι δραστηριότητες πολιτισμού και ψυχαγωγίας, εν καιρώ ειρήνης, επιτρέπουν την ανάπτυξη της κοινωνικής ζωής. Οι περιπλανώμενοι ιππότες της φεουδαρχικής αυλής αναζητούν περιπέτειες, όχι πια καθαρά πολεμικές, αλλά περιπέτειες που θα αναδείξουν την αρετή τους: την ιπποτική ευγένεια. Συνδετικός κρίκος της λογοτεχνίας του ύστερου μεσαίωνα με τη νεότερη λογοτεχνία είναι ο «ευγενής έρωτας» (αυλικός). Καθώς αποδυναμώνονται τα πρότυπα που ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα με τον πόλεμο και την στρατιωτική ζωή, ενισχύεται η αναζήτηση ευγενών προθέσεων και συμπεριφορών. Το θέμα του έρωτα συνδέεται με την ιδέα της ιπποτικής ευγένειας, καθώς ο ήρωας προς χάριν του έρωτά του, επιθυμεί να αναδείξει το ιπποτικό ήθος του και να καταξιωθεί ως ιππότης.3

Η λυρική ποίηση κάνει την εμφάνισή της, κατά τον ύστερο Μεσαίωνα, στις τοπικές φεουδαρχικές αυλές της Προβηγκίας. Πρόκειται για ποιήματα που έγραφαν, συνέθεταν και τραγουδούσαν οι μεσαιωνικοί τροβαδούροι, οι οποίοι εξυμνούσαν τον ανεκπλήρωτο, ευγενή έρωτα. Βασικό θέμα της λυρικής ποίησης αποτελεί ο έρωτας και η έκφραση της ψυχικής κατάστασης που προκαλεί ένα ερωτικό πάθος. Σκοπός, ωστόσο, των λυρικών ποιημάτων ήταν όχι τόσο η αφήγηση μιας ερωτικής ιστορίας, όσο η έκφραση των συναισθημάτων και των υποκειμενικών διαθέσεων του ποιητή. Η συντομία των λυρικών ποιημάτων είναι το στοιχείο που καθιέρωσε νέα ποιητικά σχήματα και τρόπους στιχουργικής. Κυρίαρχο, επίσης, ήταν το αίτημα της μουσικότητας του ποιητικού λόγου, κάτι που υποδηλώνεται και από τον όρο του «λυρισμού». Με τον όρο λυρική ποίηση, αναφερόμαστε στο σύνολο της μη αφηγηματικής ποίησης.4

Το είδος αυτό της λυρικής ποίησης καλλιεργείται έως τον 14Ο αιώνα, όπου την σκυτάλη παίρνουν νεότερες μορφές. Ο ρόλος της μουσικής υποβαθμίζεται ενώ η γλώσσα και οι λέξεις έχουν το προβάδισμα «η φτιαγμένη από τα όργανα μουσική αντικαθίσταται από τη φυσική μουσική των λέξεων, των ρυθμών και των ομοιοκαταληξιών∙5». Στο τέλος του Μεσαίωνα, το επίκεντρο του νεότερου λυρισμού μεταφέρεται από την Γαλλία στην Ιταλία της Αναγέννησης, από όπου θα εμφανιστεί με ιδιαίτερη αίγλη η ποίηση του Δάντη και του Πετράρχη. Το ουμανιστικό πνεύμα, ήταν, θα λέγαμε, εκείνο που έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα για την αναζήτηση αρχαίων χειρογράφων και αντιγραφή αυτών. Οι ουμανιστές λόγιοι, ήταν αυτοί που καθώς γνώριζαν λατινικά, έγραφαν σε αυτή τη γλώσσα τα έργα τους, ενώ παράλληλα αποζητούσαν να μάθουν ελληνικά προκειμένου να μπορούν να διαβάσουν βιβλική και ελληνική γραμματεία, τις οποίες είχαν σε ιδιαίτερη εκτίμηση. Την εποχή της Αναγέννησης και καθώς η μελέτη και καλλιέργεια της ποίησης σε δημώδεις γλώσσες κερδίζει έδαφος, οι ουμανιστές λόγιοι μέσα από τη μελέτη της ρητορικής σε κλασσικές γλώσσες, διαμορφώνουν κανόνες πειστικής και συνάμα αποτελεσματικής έκφρασης για τη δική τους γλώσσα.6

Ο Δάντης, στις αρχές του 14ου αιώνα φέρεται να γεφυρώνει την εποχή του Μεσαίωνα με της Αναγέννησης με το έργο του «Θεία Κωμωδία», ενώ στις Πέτρινες Ρίμες, εξελίσσει τον ιπποτικό έρωτα σε καθαρά πνευματικό. Ο Πετράρχης, από την άλλη, ως προάγγελος του Ουμανισμού, παρουσιάζει την αγάπη του για την Λάουρα με πρωτοφανή λυρισμό, τόσο στις λέξεις που χρησιμοποιεί, όσο και στον τρόπο που εκφράζει το βαθύτερο «εγώ» του ποιητή.7

Εν συνεχεία, θα επιχειρήσουμε μια αναλυτική προσέγγιση των τριών προτεινόμενων ποιημάτων, η οποία θα βοηθήσει σε μια πιο ουσιαστική κατανόηση των όσων αναφέρθηκαν παραπάνω, αλλά ταυτόχρονα θα καταδείξει ομοιότητες και διαφορές για τον τρόπο που απεικονίζεται η ερωτική σχέση, σε συνάρτηση με το ζήτημα του χρόνου.

Στο ποίημα “Canzo” του Μπερνάρ ντε Βαντατούρ, από τους δύο πρώτους στίχους του ποιήματος αναδεικνύεται η τέχνη της ποιητικής γραφής του ποιητή: «Πάει κι έρχεται ο καιρός…χρονιές περνούν γοργά», ενώ σε δεύτερο χρόνο ξεκινά να σκιαγραφείται ο ανεκπλήρωτος έρωτας και το βάσανο του ποιητή για μια γυναίκα: «Μα στην καρδιά μου…μια άσπλαχνη κυρά». Μέσα από τις λέξεις που χρησιμοποιεί ο ποιητής, γίνεται αντιληπτό ότι ο έρωτας παραμένει η πηγή της έμπνευσής του, ενώ ολοφάνερη είναι η ένταση που νιώθει: «φλογερά πως την ποθώ», «θερμότερα τηνε παρακαλώ». Το βάσανο του ανεκπλήρωτου έρωτα του ποιητή γίνεται αξία και θέμα, παρά το αντικείμενο του πόθου του, αφού δηλώνει παραδομένος και υποτελής σε αυτόν: «κάθε θλίψη κι αγωνία παρατά σ’ εμένα», «ξέρω από πρώτα πως θα χάσω μόνο εγώ», «θα το δεχτώ και δίχως να βαρυγκομώ». Θα μπορούσαμε να σχολιάσουμε ότι εξομοιώνεται με την φεουδαλική υποτέλεια, η οποία διέπει την εποχή εκείνη8. Λίγο παρακάτω, ο ποιητής χρησιμοποιεί την αντίφαση καθώς συναντάμε τον στίχο: «θα την αφήσω πια, αν δε γίνει πιο γλυκιά!», ενώ αμέσως μετά: «απ’ την κυρά μου δε θα φύγω εγώ μακριά». Επιπλέον, ο ρεαλισμός είναι έντονος σε πολλά σημεία του ποιήματος: «τη βλέπω πάντα γελαστή κι ευτυχισμένη», «η διδαχή του αφέντη μου Έμπλ», «στην όψη μου έχω τη χαρά ζωγραφισμένη», καθώς ο ποιητής μας μεταφέρει στην καθημερινότητά του. Τέλος, στο ποίημα συναντάμε πολύ συχνά μεταφορές: «σαν σκλάβο να με δένει», «να υποφέρω ωσάν το στάχυ», αλλά και παρομοιώσεις: «άκαρδη ομορφιά», «τύρρανου έρωτα», «πλάσμα αναίσθητο».

~~~

Στο επόμενο ποίημα «Μικρή η μέρα» του Δάντη, ο ποιητής μας μεταφέρει σε ένα γερασμένο και ανήλιαγο τοπίο, που πιθανότατα είναι το μυαλό και οι σκέψεις του: «κι είμαι εδώ, ο φτωχός, που οι λόφοι ασπρίζουν, ξεθωριάζει το χορτάρι». Η νεκρή αυτή φύση όμως, χρωματίζεται και ζωντανεύει από τον έρωτα που νιώθει για μια γυναίκα: «μα ο πόθος μου το χρώμα του το πράσινο δεν χάνει», της οποίας τα συναισθήματα όμως είναι σκληρά και άκαμπτα παρόμοια με μια πέτρα: «στην τραχιά ριζώνει πέτρα, που νιώθει και μιλάει σαν γυναίκα».

Στη δεύτερη στροφή, το τοπίο παρουσιάζεται ανθισμένο και ζωντανό και φαίνεται ξεκάθαρα το ρεαλιστικό πέρασμα του χρόνου, η αλλαγή της εποχής, ενώ παρομοιάζεται με τα θερμά και έντονα συναισθήματα που νιώθει ο ποιητής για αυτή τη γυναίκα: «οι λόφοι ζεσταίνονται κι απ’ το λευκό στο πράσινο περνούν».

Πάραυτα, εκείνη εξακολουθεί να παρουσιάζεται ψυχρή και αδιάφορη σαν πέτρα: «την αγγίζει όσο και μια πέτρα η εποχή η γλυκιά».

Στη συνέχεια, ο ποιητής φαίνεται να κάνει μια αναδρομή στο παρελθόν, καθώς αναφέρεται στους παρελθοντικούς του έρωτες που αυτή η γυναίκα κατάφερε να σβήσει από το μυαλό του: «διώχνει από το νου μας κάθε άλλη γυναίκα». Εδώ, η πέτρα παρομοιάζεται πλέον με τον ακλόνητο, δυνατό και γήινο έρωτα του ποιητή: «ο έρωτας σκιά, αυτός εδώ που μ’έριξε κι οι λόφοι με δένουν όπως ο σοβάς την πέτρα».

Στον πέμπτο στίχο ο ποιητής παρομοιάζει τη γυναίκα με σκιά, κάτι που μας κάνει να σκεφτόμαστε ότι ίσως να υπονοεί ότι αυτή η γυναίκα δεν είναι ζωντανή κι έτσι μας μεταφέρει στον ιδεατό κόσμο: «κι εγώ ερωτεύτηκα και τη σκιά», ενώ η ένταση του έρωτά του για εκείνη κορυφώνεται καθώς εύχεται να τον είχε ερωτευτεί κι εκείνη όσο αυτός: «κι ευχήθηκα να στέκει στο χορτάρι, ερωτευμένη όσο ποτέ γυναίκα», ενώ δηλώνει ότι προτιμάει το θάνατο από τη ζωή, προκειμένου να είναι μαζί της και εδώ η πέτρα παρομοιάζεται με τον τάφο: «θα διάλεγα στην πέτρα να πλάγιαζα και να ‘τρωγα χορτάρι».

~~~

Στο ποίημα «Λάουρα» του Πετράρχη, ο ποιητής ξεκινώντας απευθύνεται στο θεό έρωτα δίχως να προσδιορίζει τον εαυτό του. Το πετραρχικό βλέμμα ατενίζει την όμορφη, αλλά ταυτόχρονα απόμακρη νεαρή γυναίκα: «Έρωτα, ιδές τη νια που μας δοξάζει». Στη συνέχεια ξεδιπλώνει τη μορφή της ιδανικής γυναίκας, απεικονίζοντας την ευφρόσυνη πλευρά του πετραρχικού έρωτα: «κι ειν’ όλη περηφάνια και καμάρι, κοίτα τι γλύκα που έχει και τι χάρη». Χωρίς να απομακρύνεται εντελώς από την πνευματικότητα: «σαν λάμψη που ο ουρανός σταλάζει», χρησιμοποιώντας το οξύμωρο σχήμα: «με ανάλαφρο ποδάρι», υιοθετεί μια πιο γήινη μορφή: «περπατεί και πως στρέφει και κοιτάζει». Η ιδανική γυναίκα του Πετράρχη δεν βρίσκεται στα ουράνια, αλλά μπορεί και πατάει στη γη. Τολμά να την εξισώσει με το «θείο» αφού μπροστά της ακόμα και η φύση υποκλίνεται: «χορτάρια κι άνθη που τη γη στολίζουν να τα πατήσει την παρακαλούνε». Η μορφή της γυναίκας σε αυτό το ποίημα αποτελεί συνδυασμό υπερβατικού και εγκόσμιου στοιχείου. Ανάλογη είναι και η σχέση που προκύπτει. Πρόκειται για μια σχέση πλατωνική, πνευματική, η οποία όμως, έστω και νοερά διεκδικεί και την άλλη της πλευρά: τη γήινη, την υλική.

Ο Πετράρχης επιτυγχάνει να δώσει υψηλό ύφος στο ποίημα του με την χρήση διάφορων σχημάτων λόγου. Χρησιμοποιεί την παρομοίωση που φτάνει στην υπερβολή: «κι είναι σαν λάμψη που ο ουρανός σταλάζει», ενώ στη συνέχεια χρησιμοποιεί τη μετωνυμία: «Βάζει το χρυσάφι και το μαργαριτάρι» και τέλος την επίκληση, αφού όπως αναφέραμε και παραπάνω, απευθύνεται στον θεό του έρωτα για να εκθειάσει την αγαπημένη του.

~~~

Το ποίημα του Βαντατούρ χρονολογικά τοποθετείται στον ύστερο Μεσαίωνα και ανήκει στην ποίηση των τροβαδούρων (trobar = ευρίσκω –επινοώ, συνθέτω), ενώ συγκαταλέγεται στο πλαίσιο του προβηγκιανού πολιτισμού. Ο ποιητής μας μεταφέρει στην ιπποτική κοινωνία και στις φεουδαρχικές αυλές. Η στιχουργική των ποιημάτων αυτού του είδους υπόκειται συχνά σε πειραματισμούς. Η θεματική του ποιήματος έχει προσωπικό χαρακτήρα και συνδυάζεται με τον πλατωνικό και ανεκπλήρωτο έρωτα του ποιητή. Ο έρωτας οφείλει να είναι εξαϋλωμένος, καθώς οι θεοκρατικές αντιλήψεις του Μεσαίωνα επιβάλλουν απόσταση του πνεύματος από την ύλη.9

Το ποίημα του Δάντη, είναι μια σεστίνα, είδος ποιήματος το οποίο χαρακτηρίζεται από μια εμμονική, θα λέγαμε, επανάληψη έξι συγκεκριμένων λέξεων: «σκιά», «λόφοι», «χορτάρι», «πράσινο», «πέτρα» και «γυναίκα». Η κατάληξη του τελευταίου στίχου της κάθε στροφής, γίνεται κατάληξη του πρώτου στίχου της επόμενης. Ο Δάντης μέσα από την επανάληψη των έξι αυτών λέξεων σε κάθε στροφή, καταφέρνει να διαφοροποιεί το νόημα της ίδιας λέξης κάθε φορά. Η «πέτρα» στην αρχή παρομοιάζεται με την καρδιά της γυναίκας, στη συνέχεια με τον ακλόνητο έρωτα που νιώθει ο ποιητής και στο τέλος καταλήγει να υπoδηλώνει τoν τάφo10.

Τέλος, το πετραρχικό σονέτο θεωρείται η σημαντικότερη στιχουργική μορφή της νεότερης λυρικής και ερωτικής ποίησης. Δεν επινοήθηκε από τον Πετράρχη, καλλιεργήθηκε όμως από αυτόν. Η εποχή του Πετράρχη είναι το τέλος του Μεσαίωνα και η αρχή της εποχής του Ουμανισμού. Στη «Λάουρα» γίνεται φανερή η τάση απομάκρυνσης από την ασκητικότητα του Μεσαίωνα, με την παρουσία μιας πιο γήινης γυναίκας. Η θεοκρατική οπτική του Μεσαίωνα μεταλλάσσεται σε ανθρωποκεντρική, καθώς δίνεται αξία στην επίγεια ζωή και στην ανθρώπινη φύση11.



Οι μεσαιωνικοί τροβαδούροι δημιουργούν ποιήματα που μιλάνε για ανεκπλήρωτους έρωτες και απευθύνονται σε απόμακρες αγαπημένες αλλά κρατάνε τον ρεαλιστικό τόνο. Από την άλλη, ο Δάντης μας περιγράφει τον ανανταπόδοτο ακλόνητο έρωτα του ποιητή για μια γυναίκα που παραπαίει μεταξύ ζωής και θανάτου, μεταξύ ρεαλισμού και ιδεατού. Τέλος, ο ουμανιστής Πετράρχης μας μιλά για μια αιθέρια ύπαρξη ενώ η ανθρωποκεντρική οπτική του καταφέρνει να μας δείξει την γήινη, ρεαλιστική μορφή της.

Είναι πραγματικά εντυπωσιακό πως μέσα από την μελέτη τριών ποιημάτων μπορεί κανείς να διαμορφώσει μια άποψη για τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης αλλά και να ανακαλύψει κρυμμένες πτυχές για το πως αντιμετώπιζαν το θέμα του έρωτα οι άνθρωποι τόσους αιώνες πριν.-



Βιβλιογραφία 

 Βάρσος Γ., Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας. Από τον 6ο έως τις αρχές του 18ου αιώνα, τ. Α’, ΕΑΠ, Πάτρα: 2008. 

 Benoit-Dusausy A., Fontaine G., (επιμ.) «Πετράρχης», στο Eυρωπαϊκά Γράμματα. Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, τ. Α’, Σοκόλης, Αθήνα: 1999.

 Σκιαδαρέσης Σ., Τροβαδούροι: Προβηγκιανοί Τραγουδιστές του Μεσαίωνα, Γαβριηλίδης, Αθήνα: 1999.

 Bloom H., «Εισαγωγή. Θεματική ανάλυση των Rime Petrose», στο Dante Alighieri Πέτρινες ρίμες / Rime Petrose (μτφρ-επίμετρο: Κοροπούλης Γ.), Άγρα, Αθήνα: 2014.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Β' ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ | ΕΠΟ 22

  Β’ Γραπτή Εργασία | ΕΠΟ 22 – ΗΛΕ43     Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης εντοπίζουν την αφετηρία του φιλοσοφικού στοχασμού στο «θαυμάζειν». Σ...