Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2023

Γ' Γραπτή Εργασία: Ο ποιητής και ο κόσμος | ΕΠΟ 21

            Στην αυγή του 18ου αιώνα η εικόνα της δυναμικής και εξωστρεφούς Ευρώπης δείχνει να παγιώνει την παγκόσμια κυριαρχία της, ενώ την ίδια στιγμή ο Ευρωπαϊκός χώρος χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη ανομοιομορφία.  Από τη μια, τα Ευρωπαϊκά κράτη βαίνουν άμεσα σε διαφοροποίηση πολιτικού συστήματος, διαχωρίζοντας κοινωνικές τάξεις και διαμορφώνοντας εθνικό φρόνημα, από την άλλη το ηπειρωτικό κομμάτι παραμένει ακόμα εγκλωβισμένο υπό τον ζυγό της φεουδαρχίας.[1]

Ο Διαφωτισμός, το φιλοσοφικό κίνημα της εποχής, ήταν αποτέλεσμα της καρτεσιανής ορθολογιστικής φιλοσοφίας του προηγούμενου αιώνα, η οποία είχε ήδη καταφέρει να κάνει τον σύγχρονο Ευρωπαίο να αναπτύξει κριτικό πνεύμα.  Απώτερος σκοπός των υποστηρικτών του Διαφωτισμού ήταν να γαλουχηθεί ο νέος, σκεπτόμενος άνθρωπος, με τη βοήθεια της κριτικής σκέψης, δίνοντάς του την ευκαιρία να ζήσει ευτυχισμένος.  Η λέξη διαφωτισμός, τονίζει το τέλος των σκοτεινών χρόνων και τον ερχομό του φωτός.  Τα κύρια χαρακτηριστικά της εποχής του Διαφωτισμού είναι η κριτική σκέψη και η αμφισβήτηση των έως τότε αντιλήψεων και αξιών.  Η νέα οπτική έρχεται να ρίξει άπλετο φως στα, έως τότε, παγιωμένα και κοινώς αποδεκτά ζητήματα της θρησκείας, των πολιτικών θεσμών, της ηθικής αλλά και της λογοτεχνίας.    Τα δύο ιδεολογικά ρεύματα που εξέφρασε ο Διαφωτισμός και τα οποία διαμόρφωσαν τις απόψεις του 18ου αιώνα ήταν ο Ορθολογισμός και ο Φιλελευθερισμός.  Κατά το δεύτερο ήμισυ του αιώνα, το, καταδικασμένο από τους θεολόγους ως καταστρεπτικό, συναισθηματικό στοιχείο κάνει την εμφάνισή του στη λογοτεχνία.  Η νέα αυτή Ευρωπαϊκή συναισθηματική τάση όχι μόνο δεν απορρίπτει τις απόψεις του Διαφωτισμού, αλλά ουσιαστικά είναι απόρροια των ιδεών του.[2] 

Με τον καρτεσιανισμό να κυριαρχεί κατά το πρώτο ήμισυ του αιώνα, στο στόχαστρο της αμφισβήτησης έχει μπει, εκτός από τους πολιτικούς και θρησκευτικούς θεσμούς, και η λογοτεχνία.  Τα νέα εκφραστικά σχήματα με τα οποία πλέον εκφράζονται οι σκέψεις του διαφωτισμού αφήνουν την ποίηση στο περιθώριο.  Η λυρική ποίηση έχει ατονήσει ενώ η περιγραφή της φύσης στα ποιήματα παρουσιάζεται μόνο μέσα από συμβατικά μορφικά σχήματα έκφρασης.  Η σατιρική ποίηση του εμβληματικού συγγραφέα Αλεξάντερ Πόουπ δίνει μια διέξοδο στην ποιητική έκφραση της εποχής του Διαφωτισμού, μέσω της δεικτικής ειρωνείας με την οποία επικρίνει την μετριότητα των συναδέλφων του. 

Την ίδια περίοδο εμφανίζεται και ένα νέο είδος λυρικής ποίησης, με τους ποιητές να αντλούν έμπνευση από μια σκοτεινή φύση αναδεικνύοντας την μελαγχολία του θανάτου.  Κύριος εκφραστής του πένθιμου αυτού ενθουσιασμού που κατέκλεισε την Ευρώπη ήταν ο Γιουνκ, με το έργο του «Νύχτες», το οποίο χαρακτηρίζεται ως πηγή του μελαγχολικού ρεύματος και προάγγελος του Ρομαντισμού.[3]

Λίγα χρόνια αργότερα το επαναστατικού χαρακτήρα κίνημα «Θύελλα και Ορμή» έρχεται να «ταράξει» τα νερά, ως αντίδραση στον ορθολογισμό του Διαφωτισμού και καταφέρνει να έρθει σε ρήξη με το λογοτεχνικό κατεστημένο της εποχής.  Παρά την μικρή του διάρκεια κατάφερε να αλλάξει την πορεία της εξέλιξης της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας ενώ στη Γερμανία απέκτησε και πολιτική χροιά με τα ζητούμενα να είναι η ελευθερία του ατόμου, η κοινωνική δικαιοσύνη και το τέλος της φεουδαρχίας.[4]  Ο Γιόχαν Χέρντερ εμπνευστής του κινήματος «Θύελλα και Ορμή» υποστηρίζει τον αυθορμητισμό και φυσικό χαρακτήρα της ποίησης και αυτό θα επιτευχθεί μόνον εφόσον ο ποιητής εκφράζει τα συναισθήματά του άμεσα και ελεύθερα, χωρίς τεχνικές μεθόδους.  Παρ’ όλα αυτά, η αίσθηση της ατομικότητας του κινήματος «Θύελλα και Ορμή» εξεφράσθη περισσότερο μέσω του επιστολικού μυθιστορήματος του Γκαίτε με το έργο «Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου», το οποίο πετυχαίνει ιδιαίτερα μεγάλη απήχηση στο νεαρό κοινό.  Το κείμενο αποτελείται από τα γράμματα που γράφει ο Βέρθερος στον φίλο του Βίλχελμ.  Ο λόγος χαρακτηρίζεται πλήρως συναισθηματικός, ενώ ο αυθεντικός εξομολογητικός τόνος καταφέρνει να κάνει τον αναγνώστη να ταυτιστεί απόλυτα με τον πρωταγωνιστή.[5]

Δέκα χρόνια αργότερα, ο Γκαίτε εγκαθίσταται στην Βαϊμάρη και αποστασιοποιείται από το κίνημα «Θύελλα και Ορμή».  Εκείνη την περίοδο πραγματοποιείται στροφή προς ένα νέο λογοτεχνικό ιδεώδες, αυτό του γερμανικού κλασικισμού.  Το παράφορο πάθος του κινήματος «Θύελλα και Ορμή» αντικαθίσταται από τη σύνεση και το μέτρο του γερμανικού κλασικισμού, παρουσιάζοντας ένα μοντέλο αρμονικής συνύπαρξης μεταξύ των ανθρώπων, εμπνευσμένο από τα αρχαιοελληνικά πρότυπα.[6]  Η φιλία του Γκαίτε με τον Σίλλερ θα καταφέρει να αλλάξει τον ρου της έως τότε λογοτεχνικής ιστορίας.  Το ιδανικό της εσωτερικής αρμονίας και ολοκλήρωσης  του ανθρώπου καταφέρνει να δώσει στο μυθιστόρημα ιδιαίτερη αξία και αίγλη, καθώς έως τότε παρέμενε στο περιθώριο ως αναξιοπρεπές λογοτεχνικό είδος.  Εκτός από το μυθιστόρημα όμως έχουμε την εμφάνιση της γερμανικής μπαλάντας, είδος το οποίο συνδυάζει λυρικά, δραματικά και επικά στοιχεία και πραγματεύεται κυρίως κάποια τραγική και μυστηριώδη ιστορία σε στίχους με ομοιοκαταληξία.[7] 

Στην εκπνοή του 18ου αιώνα συναντούμε τον Ζαν Ζακ Ρουσσώ, ο οποίος θεωρεί ότι ο άνθρωπος από τη φύση του είναι αγνός, ενώ η κοινωνία είναι αυτή που στην πορεία τον διαφθείρει και τον κάνει δυστυχισμένο.  Σε όλα τα έργα του Ρουσσώ συναντούμε αυτή την πεποίθηση με κορυφαίο το αυτοβιογραφικό του κείμενο Εξομολογήσεις.  Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η κριτική σκέψη και ο ορθολογισμός παραχωρούν τα σκήπτρα στο νέο σύστημα αξιών που είναι βασισμένο στο συναίσθημα.[8]

Είναι πασιφανές από τις παραπάνω αναφορές ότι το λογοτεχνικό ρεύμα του Ρομαντισμού, που άνθισε τον 19ο αιώνα, είχε τις ρίζες του στα τέλη του 18ου.  Οι ανανεωμένες ιδέες του αιώνα των Φώτων επέτρεψαν στο κίνημα του Ρομαντισμού να προσφέρει στη λογοτεχνία την εκφραστική ελευθερία που της αρμόζει.  Αφήνοντας πίσω τον ορθολογισμό του διαφωτισμού το κοινό στρέφεται προς το συναίσθημα, την ονειροπόληση, το μυστήριο και τη φαντασία.[9]

Η απαρχή της εποχής του ρομαντισμού ξεκινά με τις Λυρικές Μπαλάντες του Γουερντσγουέρθ όπου χρησιμοποιείται μια νέα πηγαία γλώσσα, η οποία απελευθερωμένη από τις συμβάσεις του προηγούμενου αιώνα καταφέρνει να εκφράσει «τον τρόπο με τον οποίο συνδέονται οι ιδέες μας σε κατάσταση δημιουργικής έξαψης»[10]. Ο ρομαντικός συγγραφέας διακατέχεται από έξαρση λυρισμού και επιδιώκει να εκμυστηρευτεί τα συναισθήματά του στον αναγνώστη του.  Δίνει διέξοδο στην ευαισθησία και παρουσιάζει ένα πλάσμα που βρίσκεται σε συνεχή ψυχική ανισορροπία ενώ επιθυμεί να επαναστατεί έναντι της κοινωνίας και του κόσμου.  Ο ρομαντικός λυρισμός είναι το αποτέλεσμα μιας αμιγώς προσωπικής έμπνευσης του ποιητή να εκφράσει το «εγώ» του σε σχέση με τον κόσμο. [11]

Οι ρομαντικοί καλλιτέχνες του 19ου παραπαίουν ανάμεσα στην αποθέωση ως αντικείμενα θαυμασμού και τον ακραίο πεσιμισμό που τους διακατέχει όταν διαπιστώνουν την αδυναμία τους να πραγματοποιήσουν τα θέλω τους για τα οποία επαναστατούν μέσα από τα κείμενά τους.  Αποτέλεσμα η απογοήτευση και η αποξένωση από τον κόσμο να είναι διάχυτα στα έργα τους ενώ έχουν την αίσθηση της πρόωρης γήρανσης.  Αυτή η ασφυκτική ψυχική κατάσταση συχνά τους οδηγεί σε αυτοκτονικές τάσεις καθώς θεωρούν τον βίαιος θάνατος ως λύτρωση.[12]

 

ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

Η ΜΟΙΡΑΣΙΑ ΤΗΣ ΓΗΣ, Schiller

Πρόκειται για γερμανική μπαλάντα του Schiller, μια και συνδυάζει στοιχεία λυρισμού, επικού και δραματικού στοιχείου.  Κυριαρχεί το αρχαιοελληνικό στοιχείο, το οποίο είναι αρχέτυπο της αρμονικής και ισορροπημένης συνύπαρξης των ανθρώπων σε μια κοινωνία.  Το ποίημα ξεκινά με τον Δία να μοιράζει την «πίτα» της γης στους ανθρώπους («Την γη λάβετε! … Δικιά σας είναι, ολοδικιά!»).  Επιθυμία του όμως είναι η ίση κατανομή αυτής «Κοιτάχτε όμως να τη μοιράσετε αδελφικά», καθώς η ισομοιρασμένη γη συνεπάγεται με μια ισορροπημένη κοινωνία.  Στους επόμενους στίχους αναλύοντας την μοιρασιά φαίνεται σαν να σκιαγραφεί την κοινωνία με τις ταξικές διαφορές της («νέος… γέρος… αγρότης… ευγενής… αββάς… έμπορος… βασιλιάς»).  Ο ρομαντικός ποιητής εμφανίζεται τελευταίος («Φτάνει ο ποιητής από μέρη απομακρυσμένα»), αφού έχει περάσει καιρός και η μοιρασιά έχει ολοκληρωθεί πιά.  Αφού αντιλαμβάνεται ότι πια δεν έχει μείνει τίποτα παραπονιέται στον Δία ότι τον ξέχασε και δεν του άφησε τίποτα.  Και ο θεός αποκρίνεται ότι δεν φταίει ο ίδιος που εκείνος έλειπε την ώρα της μοιρασιάς («να μην τα βάζεις τώρα με μένα») και ήταν χαμένος στην ονειροπόλησή του «στην χώρα των ονείρων είχες μείνει».  Το μυαλό του ποιητή όμως ταξίδευε στην αρμονική ουράνια ευτυχία, την οποία ονειρεύτηκε τόσο έντονα που ήταν σα να ζούσε εκεί και όχι στη γη («Μέθυσε τόσο που ξέχασε το γήινο κάθε τι»).  Και ο Δίας απαντά, αφού πια δεν έχει μείνει τίποτα γήινο για σένα ο ουρανός μου θα είναι πάντα δικός σου για να ζεις μέσα από τις ονειροπολήσεις σου («Όσο συχνά και να ‘ρχεσαι, για σένα ανοιχτός θα ‘ναι»).

Ο Schiller δείχνει να επιθυμεί αλληλεγγύη και ισότητα προς όλο τον κόσμο, ασχέτως ταξικής διαφοράς και ονειρεύεται μια ισότιμη κοινωνία, η οποία θα οδηγήσει τους ανθρώπους να ζουν ειρηνικά, αρμονικά και να μπορέσουν να ευτυχίσουν.  Το τέλος του ποιήματος αφήνει μια αίσθηση αισιοδοξίας για έναν καλύτερο κόσμο και μια κοινωνία ισότητας.

ΝΥΧΤΕΡΙΝΕΣ ΠΕΡΙΠΟΛΟΙ: 7η Νυχτερινή Περίπολος, Bonaventura

Οι Νυχτερινές Περίπολοι του Bonaventura είναι ένα κείμενο γερμανικού ρομαντισμού ιδιαίτερα ιδιόρρυθμο και προκλητικό.  Το καυστικό του περιεχόμενο σε συνδυασμό με το έντονο σατιρικό στοιχείο και την κοινωνική κριτική, μας κάνουν να αντιληφθούμε ότι πρόκειται για ένα έργο με διαφωτιστικές καταβολές που όμως συνδυάζονται με στοιχεία ρομαντισμού Στην 7η Νυχτερινή Περίπολο ο συγγραφέας γίνεται καθρέφτης της κοινωνίας μέσω του αυτοσαρκασμού («…ο διάβολος αυτοπροσώπως»).   Βλέπει τον κόσμο σαν («…ένα γενικό τρελοκομείο»), ενώ και ο ίδιος ο κόσμος τον αντιμετωπίζει σαν τρελό, όταν χλευάζοντας τα κοινωνικά ήθη και έθιμα γράφει έναν επικήδειο για ένα νεογέννητο («Να που τον ντύνουν για το πρώτο του φέρετρο») καθώς πιστεύει ότι είναι μάταιο κανείς να αναζητά ευτυχία σε αυτό τον κόσμο («Αχ, μόνο προτού γεννηθεί ζούσε, έτσι όπως υφίσταται η ευτυχία…»).  Η κοινωνία λοιπόν, νιώθει απειλή από εκείνον και τον φυλακίζει, για να τον ελευθερώσει όμως όταν πια δεν υπήρχαν οι πόροι για να τον συντηρούν («Εντέλει με απελευθέρωσαν όταν δεν υπήρχε πια κανείς να πληρώσει τα έξοδά μου»).  Αποκομμένος και απομονωμένος περιπλανιέται και ψάχνει κάπου να μείνει αλλά η μοιρασιά έχει γίνει και τελικά όχι δίκαια και εδώ περιγράφεται η ταξική διαφορά («δεν μπορούσα να βρω μια σπιθαμή γης για να εγκατασταθώ, αφού είχαν μοιράσει και διαμελίσει κάθε εκατοστό μεταξύ τους»).  Έτσι για να μπορέσει να επιβιώσει γίνεται τραγουδιστής και υμνεί τη βιαιότητα και την αιμοδιψία των ανθρώπων («Αγαπούν υπέρμετρα το αίμα»).  Η βία και τα φονικά είναι η αδυναμία των ανθρώπων και νιώθει όμορφα καθώς ψυχαγωγεί το κοινό του σκληραγωγώντας το («φρόντιζα να σκληραγωγώ τους ακροατές και τους μαθητές μου και να τους κάνω να συνηθίζουν τα αιματηρά περιστατικά»).

Ο Bonaventura μέσω της σάτιρας και του χλευασμού, καυτηριάζει τα κακώς κείμενα της κοινωνίας αλλά και της θρησκείας.  Το φανάρι του νυχτοφύλακα προσπαθεί να φωτίσει τα σκοτεινά σημεία της πόλης, που ίσως τελικά η κοινωνία να μην αντέχει την διαφάνεια και να τα επιθυμεί σκοτεινά.  Η αφήγησή του έχει μελαγχολικό τόνο και γενικώς δεν δείχνει να νιώθει αισιόδοξος για την ευτυχία και την ευημερία σε τούτο τον κόσμο, παρά μόνο για λίγους και εκλεκτούς.

ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ, Leopardi

Το κείμενο του Leopardi φαίνεται να διακατέχεται από μια ανεξάντλητη δίψα για διερεύνηση της αλήθειας που εκφράζει ο εκάστοτε συγγραφέας ή ποιητής μέσα από τα έργα του. Ο Leopardi φέρεται να ασκεί κριτική στους αναγνώστες για τη μη εμβάθυνση στην ανάλυση της ψυχολογίας του συγγραφέα του κειμένου.  Ένας αναγνώστης κατανοεί τι σημαίνει αλήθεια, όμως είναι ιδιαίτερα σημαντικό να αντιληφθεί ότι αυτό που διαβάζει είναι αληθινό.  Αυτό θα το πετύχει μόνο αν καταφέρει να νιώσει τα συναισθήματα του συγγραφέα την στιγμή που το γράφει («όποιος κατανοεί την αλήθεια χωρίς να τη νιώθει, κατανοεί τη σημασία της, αλλά δεν κατανοεί πως είναι αλήθεια») Από την άλλη ο συγγραφέας που χρησιμοποιεί περίτεχνα τη γλώσσα θα τύχει ιδιαίτερης εκτίμησης ακόμα και αν αυτά που λέει είναι μικρής αξίας («ο συγγραφέας που βάζει περισσότερη τέχνη στη διατύπωση των ιδεών του είναι πάντα αυτός που υπερέχει … κι ας έχουν οι ιδέες του μικρή αξία»).  Αντιθέτως κάποιος που γράφει με περισσότερο «ξύλινο» λόγο αλλά αναπτύσσει πρωτότυπες σκέψεις είναι αυτός που θα μείνει στο περιθώριο από το αναγνωστικό κοινό («ένας άλλος συγγραφέας λιγότερο προικισμένος στην τέχνη της γραφής μπορεί να έχει αναπτύξει πιο πυκνές και πρωτότυπες σκέψεις»).

Η θεωρία του συγγραφέα έχει να κάνει με την επιπόλαιη σκέψη του αναγνώστη σε σχέση με αυτό που διαβάζει.  Είναι φανερή η αδυσώπητη μάχη μεταξύ πραγματικότητας και προσδοκίας του συγγραφέα, κάτι που εντέλει τον κάνει να ρέπει προς τον ακραίο πεσιμισμό, νιώθοντας πλήρως απογοητευμένος από την κοινωνία.

Σε κοινωνικό επίπεδο πιστεύει ότι όταν ένας συγγραφέας προσπαθήσει να παρουσιάσει με καυστικό τρόπο τα τεκταινόμενα κακώς κείμενα, λέγοντας αλήθειες που θα περιγράφονται με σκληρά λόγια, αυτός θα απομονωθεί από το ευρύ αναγνωστικό κοινό, ενώ ένας συγγραφέας που θα μιλήσει με εξωραϊσμένο λόγο και θα ταχθεί υπέρ των θεσμών θα τύχει καλύτερης αποδοχής.

©      

Εν κατακλείδι, το ρεύμα του Ρομαντισμού, με κυρίαρχο στοιχείο την έμφαση στο συναίσθημα έναντι της μονόπλευρης κυριαρχίας της λογικής, κατάφερε να κάνει την ανατροπή και να συστήσει μια νέα διάσταση στην σύγχρονη πραγματικότητα της εποχής.  Το ρομαντικό κίνημα επέφερε ριζικές αλλαγές στον τρόπο σκέψης του 19ου αιώνα, φέρνοντας στο προσκήνιο λέξεις όπως «πρωτοτυπία» και «δημιουργικότητα».-

 

 

Βιβλιογραφία

 

·       Φ. Σίλλερ, «Η μοιρασιά της γης», μτφρ. Κυριάκος Γ. Σαμέλης, Διώνη, Αθήνα 2005

·       Bonaventura, «Νυχτερινές περίπολοι», μτφρ. Αλεξάνδρα Ρασιδάκη, Άγρα, Αθήνα 2022.

·       G. Leopardi, «Περί τεχνών και γραμμάτων», μτφρ. Δημήτρης Γιαννόπουλος, Printa, Αθήνα 2004.

·       Α. Βλαβιανού, Γ. Γκότση, Κ. Καρακάση, Δ. Καργιώτης, Θ. Κατσικάρος, Ι. Πιπινιά, Δ. Προβατά, Α. Σπυροπούλου, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, τ. Β΄, ΕΑΠ, Πάτρα 2008.

·       Α. Ρασιδάκη, «Σάτιρα και μηδενισμός: Η αδυσώπητη ματιά του νυχτοφύλακα», επίμετρο στο Bonaventura, Νυχτερινές περίπολοι, μτφρ. Αλεξάνδρα Ρασιδάκη, Άγρα, Αθήνα 2022.

·       Αλμπέρτο Άζορ Ρόζα, «Τζιάκομο Λεοπάρντι» στο Ιστορία της ιταλικής λογοτεχνίας, μτφρ. Φοίβος Γκικόπουλος, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1998.



[1] Α. Βλαβιανού, Γ. Γκότση, Κ. Καρακάση, Δ. Καργιώτης, Θ. Κατσικάρος, Ι. Πιπινιά, Δ. Προβατά, Α. Σπυροπούλου, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, τ. Β΄, ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σ. 21

[2] ό.π., σ. 22-24

[3] ό.π., σ. 27

[4] ό.π., σ. 57-58

[5] ό.π., σ. 58

[6] ό.π., σ. 60-61

[7] ό.π., σ. 61-62

[8] ό.π., σ63-64

[9] ό.π., σ. 82-83

[10] ό.π., σ. 83

[11] ό.π., σ. 83-84

[12] ό.π., σ. 86


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Β' ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ | ΕΠΟ 22

  Β’ Γραπτή Εργασία | ΕΠΟ 22 – ΗΛΕ43     Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης εντοπίζουν την αφετηρία του φιλοσοφικού στοχασμού στο «θαυμάζειν». Σ...