Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2023

Δ' Γραπτή Εργασία: Ιστορικιστική στροφή στη Φιλοσοφία της Επιστήμης | ΕΠΟ31

 Εισαγωγή

Στις αρχές του 20ου αιώνα, ανάμεσα στα φιλοσοφικά ρεύματα που εμφανίστηκαν στην, γερμανόφωνη κυρίως, Ευρώπη, έκανε την εμφάνισή του και αυτό του Λογικού Εμπειρισμού.  Η πρώτη ομάδα επιστημόνων, οι οποίοι χαρακτηρίζονταν από αυτό το φιλοσοφικό ρεύμα, συσπειρώθηκε στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης και συγκεκριμένα στο σεμινάριο φιλοσοφίας του Moritz Schlick για τις επαγωγικές επιστήμες.  Εκεί αναπτύχθηκε και ο βασικός πυρήνας των πρώτων λογικών εμπειριστών, ο επονομαζόμενος Κύκλος της Βιέννης.  Βασικό πλαίσιο στοχασμού του Κύκλου αποτέλεσε ο εμπειρισμός.  Ο πυρήνας του Λογικού Εμπειρισμού είχε να κάνει με αυτό που αποκαλούμε καθιερωμένη άποψη.  Για τους λογικούς εμπειριστές, η καθιερωμένη άποψη σχετικά με την επιστήμη ήταν ότι η θεμελίωση της έγκυρης γνώσης προέρχεται αποκλειστικά από τα δεδομένα της παρατήρησης και της εμπειρίας και αυτό ήταν και το κοινό σημείο με τον Κλασσικό Εμπειρισμό.  Ο Λογικός Εμπειρισμός ενδιαφερόταν για το πως μια υπόθεση μπορούσε να στηριχτεί λογικά καθώς επίσης και για τα τεκμήρια που την διέψευδαν ή την επικύρωναν. (Κουν, 2008, 11)

Ο Karl Popper ήταν ο Βιεννέζος φιλόσοφος, ο οποίος αν και δεν ήταν μέλος του Κύκλου της Βιέννης, διατηρούσε επιστημονικό διάλογο με εκπροσώπους αυτού και ιδιαίτερα με τον Carnap.  Ο Πόπερ ήταν από τους αυστηρούς επικριτές του Λογικού Εμπειρισμού.  Tο ζήτημα με το οποίο ήρθε αντιμέτωπος ήταν αυτό της οριοθέτησης της επιστήμης από τις ψευδοεπιστήμες.  Κατά τον Πόπερ το ερώτημα που κάθε επιστήμονας θα έπρεπε να απαντάει έπειτα από την πρόταση μια επιστημονικής θεωρίας ήταν «υπό ποιες συνθήκες πρέπει να δεχθώ ότι η θεωρία μου είναι αβάσιμη;».  Η θεωρία του Πόπερ στηρίχθηκε στην διαψευσιμότητα και δεχόταν ως επιστημονικές μόνο τις θεωρίες που μπορούσαν να διαψευσθούν. (Βαλλιάνος, 2008, 178∙ Μπαλτάς-Στεργιόπουλος, 2013, 261)

Μέχρι τα μέσα περίπου του 20ου αιώνα, η επιστήμη ήταν το ορθολογικό σύστημα γνώσης και πρακτικής, το οποίο με τρόπο γραμμικό, συνεχή και σωρευτικό θα οδηγούσε τον άνθρωπο από αλήθεια σε αλήθεια μέχρι να φτάσει στη μια και μοναδική πραγματικότητα: την εμπειρία. (Μπαλτάς-Στεργιόπουλος, 2013, 234∙ Καλδής, 2008, 89-90)

Ιστορικιστική στροφή

Το 1960 είναι το έτος που έκανε την εμφάνισή του ένα νέο ρεύμα, αυτό του Ιστορικισμού και συνδέθηκε κυρίως με τα ονόματα Kuhn, Lakatos και Feyerabend.  Το πρόγραμμα του νέου αυτού ρεύματος εστίαζε στην εξέλιξη των επιστημών, ενώ οι θέσεις αυτού ήρθαν σε άμεση αντίθεση με τον Λογικό Εμπειρισμό.  Κύριος στόχος των εκπροσώπων του ιστορικισμού ήταν να αναδείξουν την φυσιoγνωμία της πραγματικής επιστήμης, αντιμετωπίζοντάς την ως ένα φαινόμενο ιστορικο-κοινωνικό, το οποίο βρισκόταν σε αλληλεπίδραση με την κοινωνική ζωή και όλες τις διαστάσεις αυτής.

Αντιδρώντας προς τις ασφυκτικές θέσεις του ακραίου εμπειρισμού, οι εκπρόσωποι του ιστορικισμού υποστήριξαν ότι η θετικιστική εικόνα της επιστήμης ήταν παραπλανητική, ενώ θυσίαζε στο βωμό του εμπειρισμού τον σημαντικότερο παράγοντα: την φαντασία και τη δημιουργικότητα του ερευνητή.  Οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες με αποτέλεσμα στο τέλος της δεκαετίας ο λογικός εμπειρισμός θεωρείτο πλέον ξεπερασμένος.  (Κουν, 2008, 19-20)

Τhomas Kuhn

Ο Thomas Kuhn γεννήθηκε στις ΗΠΑ το 1922.  Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Φυσική, στράφηκε στην Ιστορία των Επιστημών και πολύ σύντομα οι προκαταλήψεις του σχετικά με τη φύση της επιστήμης κατέρρευσαν.  Ο ίδιος παραδέχτηκε ότι οι διαψευσιοκρατικές και επαγωγικές αντιλήψεις της παραδοσιακής επιστήμης δεν ήταν δυνατό να ανταποκριθούν στα ιστορικά δεδομένα. Το βιβλίο του με τίτλο «Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων» που εκδόθηκε το 1962, αποτέλεσε το εναρκτήριο λάκτισμα για την ιστορικιστική στροφή προς την επιστήμη.  (Chalmers, 1994, 139)

Νέα ορολογία

Ο Kuhn στο έργο του εισήγαγε μια νέα επιστημονική ορολογία, οριοθετώντας ένα ευρύ πλαίσιο επιστημολογικών προβλημάτων, με επίκεντρο τη δομή και την αλλαγή των επιστημονικών θεωριών.  Με τον όρο επιστημονική κοινότητα ο Kuhn αναφερόταν στην ομάδα επιστημόνων, οι οποίοι διατηρούσαν κοινές αντιλήψεις για την επιστήμη και κοινό πεδίο έρευνας ενώ με τον όρο επιστημονικό παράδειγμα αναφερόταν στο σύνολο των πεποιθήσεων, των τεχνικών και των μεθόδων που ασπαζόταν μια επιστημονική κοινότητα.  Ο όρος προ-επιστήμη είχε να κάνει με τις προϋπάρχουσες θεωρίες και απόψεις που υπήρχαν μέχρι την εμφάνιση του πρώτου παραδείγματος.  Έπειτα από τον σχηματισμό του πρώτου επιστημονικού παραδείγματος από την επιστημονική κοινότητα, ξεκινούσε η δραστηριότητα επίλυσης των γρίφων δηλαδή η φυσιολογική επιστήμη, η οποία ήταν η έρευνα επάνω στις προγενέστερες επιστημονικές επιτεύξεις, οι οποίες όμως καθώς ήταν ατελείς, δημιουργούσαν πολλαπλά προβλήματα προς επίλυση – ανωμαλίες.  Η συσσώρευση των ανωμαλιών υποδείκνυε περίοδο ανασφάλειας για την επιστημονική κοινότητα, την επονομαζόμενη επιστημονική κρίση.  Οι τρόποι επίλυσης της επιστημονικής κρίσης ήταν: α) περιθωριοποίηση της έρευνας για μελλοντική αντιμετώπιση του παραδείγματος ή β) ανάδυση ενός νέου παραδείγματος.  Μια επιστημονική επανάσταση δημιουργείτο με την ανάδυση ενός νέου παραδείγματος, το οποίο όμως δεν συμβιβαζόταν με το παλιό.  Έπειτα από μια επιστημονική επανάσταση «οι επιστήμονες εργάζονται σε έναν διαφορετικό κόσμο»[1] καθώς τα δεδομένα διαφοροποιούνταν. 

Ο Κουν στο σημείο αυτό εισήγαγε την έννοια της ασυμμετρίας, παρουσιάζοντάς την ως ασυμμετρία κριτηρίων.  Εφόσον υπήρχαν δύο παραδείγματα, άρα υπήρχαν δύο επιστημονικές κοινότητες, οι οποίες μεταξύ τους διαφωνούσαν.  Αυτό σήμαινε, ότι δεν ήταν δυνατό να ισχύουν τα κριτήρια επίλυσης της κανονικής επιστήμης οπότε η σύγκριση μεταξύ των παραδειγμάτων είναι αδύνατη. (Κουν, 2008, 73-74∙ Μπαλτάς-Στεργιόπουλος, 2013, 428-436∙ Καλδής, 2008, 92-93)

Ασυμμετρία και Ασυνέχεια

Από τα παραπάνω αντιλαμβανόμαστε ότι κατά την επιστημονική αλλαγή, η σχέση μεταξύ των αντιμαχόμενων θεωριών καθοριζόταν από ασυμμετρία.  Επιπλέον, η εξέλιξη της επιστήμης αντιμετωπιζόταν ως μια ασυνεχής διαδικασία, δηλαδή μια ακολουθία βίαιων ή μη ανατροπών.  Από την στιγμή που μια νέα θεωρία ερχόταν στο προσκήνιο, τότε αυτομάτως αχρηστευόταν η προηγούμενη της.  Η μετάβαση, λοιπόν, από ένα παλιό παράδειγμα σε ένα νέο συνοδευόταν από ριζικές αλλαγές των μεθοδολογικών κριτηρίων με διαφοροποίηση ακόμα και του ίδιου του ορισμού της επιστήμης.  Η επιστημονική επανάσταση προκαλούσε μια εννοιολογική μεταρρύθμιση, η οποία οδηγούσε σε διχοτόμηση της επιστημονική κοινότητας.  Οι επιστήμονες δύο διαφορετικών παραδειγμάτων κατέληγαν σε αντικρουόμενα συμπεράσματα με αποτέλεσμα να «βλέπουν διαφορετικά πράγματα, όταν κοιτούν από το ίδιο σημείο στην ίδια κατεύθυνση»[2].  Η πρόοδος, λοιπόν, της επιστήμης δεν ήταν πλέον μια ομαλή, γραμμική διαδικασία αλλά ένα φαινόμενο το οποίο καθοριζόταν από περιόδους συνέχειας και ασυνέχειας, ενώ παράλληλα υφίστατο ριζικές τροποποιήσεις και διασπάσεις. (Μπαλτάς-Στεργιόπουλος, 2013, 439-440∙ Κουν, 2008, 19-20)

Paul Feyerabend

Ο Paul Feyerabend γεννήθηκε στη Βιέννη το 1924.  Ο Feyerabend ήταν ισχυρή φιλοσοφική προσωπικότητα ενώ έγινε διάσημος λόγω των ακραίων απόψεών του περί επιστήμης καθώς απέρριπτε οποιαδήποτε ύπαρξη μεθοδολογικών κανόνων.  Υπερασπίστηκε σθεναρά ότι καμία από τις έως τότε μεθοδολογίες της φυσικής δεν είχε αξιοσημείωτη επιτυχία με αποτέλεσμα οι ακραίες εκδοχές των θέσεων του, οδηγούσαν σε ακραίο υποκειμενικό ιδεαλισμό.

Θεωρητικός Αναρχισμός

O Feyerabend συμφωνούσε με την Ποπεριανή θέση περί διαψευσιμότητας των θεωριών καθώς επίσης και με το ότι δεν ήταν επιβεβαιώσιμες.  Η φιλοσοφία της επιστήμης του Feyerabend αναφορικά με την αξιολόγηση των θεωριών και καθώς υποστήριζε ότι δεν ήταν δυνατόν να υπάρχει μια ουδέτερη παρατηρησιακή γλώσσα, στρεφόταν σε έναν θεωρητικό πλουραλισμό.  Μια και οι απόψεις του ήταν ενάντια στην μέθοδο, πίστευε ότι θα ωφελούνταν περισσότερο η επιστήμη από έναν «θεωρητικό αναρχισμό», αφού με την μη επιβολή αυστηρών κανόνων στους επιστήμονες, θα ήταν περισσότερο ανθρωπιστικός σε σχέση με άλλες οργανωμένες διαδικασίες.   Ο θεωρητικός αναρχισμός είχε να κάνει με εισαγωγή και επεξεργασία υποθέσεων, οι οποίες έρχονταν σε σύγκρουση με παραδεκτά γεγονότα και καθιερωμένες θεωρίες.  Στον θεωρητικό αναρχισμό οι συνθήκες της συνέπειας και της σταθερότητας του απλώς δεν μπορούσαν να ισχύουν.  (Feyerabend, 2006, 11-12∙ Καλδής, 2008, 96-98)

Συμπεράσματα

O Thomas Kuhn και ο Paul Feyerabend, οι ιστορικιστές φιλόσοφοι της επιστήμης, στην φιλοσοφική αναζήτησή τους για την αλήθεια, διατύπωσαν μια σχετικιστική θεωρία.  Και οι δύο υποστήριξαν ότι δεν είναι δυνατό να υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια ώστε να αποφανθούμε εάν μια θεωρία είναι επιστημονική.  Επιπλέον, δεν υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία να μας βοηθούν στην επιλογή ανάμεσα σε ανταγωνιστικές θεωρίες.  Η προτιμήσεις μεταστρέφονται με το πέρασμα του χρόνου καθώς διαφοροποιούνται οι ιστορικο-κοινωνικές συνθήκες.

Σύμφωνα με τους ιστορικιστές φιλοσόφους, παρατηρείται ασυμμετρία μεταξύ των διαφορετικών θεωριών που διατυπώνονται.  Άρα, όπως υποστήριζαν οι ίδιοι, στην επιστημονική γνώση δεν υπάρχει πρόοδος παρά μόνο εναλλαγή παραδειγμάτων και γνωστικών πλαισίων.  Έτσι, η θέση περί αντικειμενικότητας της επιστήμης απορρίπτεται, ενώ δεν ισχύει ο άμεσος τρόπος επαλήθευσης με βάση τα δεδομένα της παρατήρησης.  Τέλος, η επιλογή των θεωριών, όπως υποστήριξαν, δεν είναι έκφραση της ορθολογικότητας και αντικειμενικότητας, άρα ορίζεται ως μη ορθολογική ενώ δεν μπορεί να καθορίζεται από εμπειρική μαρτυρία.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Βιβλιογραφία

1.     Βαλλιάνος, Π. (2001) Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη (Τόμος Β’), Πάτρα: ΕΑΠ.

2.     Chalmers, A. (1994) Τι είναι αυτό που το λέμε Επιστήμη; (μτφρ. Γ. Φουρτούνης), Ηράκλειο: ΠΕΚ

3.     Καλδής, Β. (επιμέλ.) (2008) Κείμενα Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Επιστημών, Πάτρα: ΕΑΠ

4.     Κουν Τ. (2008) Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων (μτφρ. Γ. Γεωργακόπουλος, Β. Κάλφας), Αθήνα: Σύγχρονα Θέματα.

5.     Feyerabend P. (2006) Ενάντια στη μέθοδο: για μια αναρχική θεωρία της γνώσης (μτφρ. Γ. Καυκαλάς, Γ. Γκουνταρούλης), Αθήνα: Σύγχρονα Θέματα.

6.     Μπαλτάς Α., Στεργιόπουλος Κ. (επιμ.) (2013) Φιλοσοφία και επιστήμες στον 20ό αιώνα, Ηράκλειο: ΠΕΚ



[1] Thomas Khun, Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων; Εκδόσεις Σύγχρονα Θέματα, Αθήνα, 2008

[2] Thomas Khun, Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων; Εκδόσεις Σύγχρονα Θέματα, Αθήνα, 2008.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Β' ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ | ΕΠΟ 22

  Β’ Γραπτή Εργασία | ΕΠΟ 22 – ΗΛΕ43     Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης εντοπίζουν την αφετηρία του φιλοσοφικού στοχασμού στο «θαυμάζειν». Σ...